BLOGGER TEMPLATES - TWITTER BACKGROUNDS »

Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 2010

Η Βενετία στο σεληνόφως


                                         
                                        Η Βενετία στο σεληνόφως

Eίν’ η ψυχή μου Βενετία χαμένη
σε άβυθο πέλαγο, μαρμαρωμένο, νεκρικό.
Ν. Καρβούνης

Rosalies POV

Βενετία, 1950


Κοίταξα άλλη μια φορά στο δάχτυλο μου το σκαλιστό δαχτυλίδι που μου είχε χαρίσει ο Έμετ . Ήταν από λευκόχρυσο σε ένα πολύ περίτεχνο σχέδιο. Μικρά λεπτά κομμάτια χρυσού που διαπλέκονταν γύρω από το δάχτυλο και κατέληγαν σε ένα μεγάλο λευκό διαμάντι. Ήταν από τα πιο ωραία δαχτυλίδια αρραβώνων που μου είχε δώσει . Μετά την ένταξη της Άλις και του Τζάσπερ στην οικογένεια αποφασίσαμε να κάνουμε ένα ακόμα γάμο. Είχαμε παντρευτεί αρκετές φορές αλλά μια ανανέωση όρκων θα ήταν ότι καλύτερο. Και μάλιστα μια ανανέωση όρκων στην Βενετία.

Καθόμουν στο μικρό δωμάτιο του σπιτιού που είχαμε αγοράσει να μείνουμε μέχρι και τον γάμο. Σήμερα ήταν η μεγάλη μέρα. Σήκωσα το βλέμμα μου και είδα μια κατάμαυρη γόνδολα με κόκκινα βελούδινα καθίσματα να διασχίζει το Κανάλ Γκράντε. Ακόμα δεν μπορούσα να πιστέψω ότι είχαμε αποφασίσει να κάνουμε έναν ακόμα γάμο. Ήμουν μόνη σπίτι τώρα . Ο Έμετ είχε φύγει το πρωί. Θα τον ξανάβλεπα στην εκκλησία. Από λεπτό σε λεπτό θα έρχονταν η Άλις με την Έσμε να μου δείξουν το νυφικό και να με ετοιμάσουν για τον γάμο. Κοίταξα ξανά έξω από το παράθυρο.

Η γόνδολα περνούσε τώρα κάτω από την γέφυρα Ριάλτο . Έστρεψα το βλέμμα μου ξανά μέσα στο δωμάτιο και σηκώθηκα. Κατευθύνθηκα προς την μεγάλη δρύινη ντουλάπα μου. Άνοιξα το ένα φύλο όταν άκουσα την πόρτα να χτυπάει. Έκλεισα ξανά την ντουλάπα και κατέβηκα την σκάλα του πάνω πατώματος. Προσπέρασα το μικρό καθιστικό και έφτασα στην πόρτα. Την άνοιξα και αντίκρισα μια Άλις που έλαμπε από χαρά. Δίπλα της ήταν η Έσμε το ίδιο ενθουσιασμένη.

« Φέραμε το νυφικό.» είπε η Άλις μελωδικά και μπήκε μέσα. Κάθισα σε μια πολυθρόνα και δίπλα μου ήρθαν η Έσμε και η Άλις.

«Λοιπόν πως νιώθεις για τον γάμο;» με ρώτησε η Έσμε γεμάτη ενθουσιασμό.

«Ακόμα είμαι σοκαρισμένη όλα αποφασίστηκαν τόσο βιαστικά.»

Και ήταν αλήθεια. Όλα έγιναν μέσα σε μια νύχτα. Έφερα ξανά στο μυαλό μου την υπέροχη αυτήν βραδιά.

Ήμασταν στο καθιστικό της τωρινής κατοικίας μας στο Λονδίνο και συζητούσαμε με την Άλις. Προσπαθούσε να θυμηθεί ότι μπορούσε από τις σκοτεινές μέρες που πέρασε στο άσυλο όταν στο δωμάτιο μπήκε ο Καρλάιλ με τον Έμετ.

Ήταν ντυμένοι και οι δυο υπερβολικά επίσημα για άγνωστο λόγο. Μόλις ο Έμετ μπήκε μέσα έτρεξα και τον αγκάλιασα. Είχε πάει για κυνήγι και είχα να τον δω τρεις μέρες. Εγώ είχα πάει με την Άλις πριν τέσσερις μέρες οπότε ήμασταν αρκετά χορτασμένες για να πάμε μαζί τους ξανά. Μόλις όμως χώθηκα στην αγκαλιά του απομακρύνθηκε.

«Τι συμβαίνει ; » τον ρώτησα αν και είχα καταλάβει πως προφανώς έκανε πλάκα. Τότε γονάτισε μπροστά μου και μου έδωσε το πανέμορφο δαχτυλίδι που φορούσα αυτήν την στιγμή στο δάχτυλο μου.

«Ρόζαλι , άγγελε μου.» ψιθύρισε «Θες να γίνεις γυναίκα μου;»

Δεν το περίμενα με τίποτα. Η τελευταία φορά που είχαμε παντρευτεί ήταν πριν είκοσι χρόνια και το είχαμε κάνει πιο πολύ για το θέαμα. Γιατί ξανά ; Και μάλιστα τώρα.

«Καμία φορά δεν είναι αρκετή .» του απάντησα με κομμένη την ανάσα. Μου πέρασε το δαχτυλίδι στο δάχτυλο μου και σηκώθηκε. Με φίλησε απαλά στο στόμα. Τα χείλη του ευγενικά κλείδωσαν στα δικά μου.

Η μελωδική φωνή της Άλις με επανέφερε στην πραγματικότητα.

«Λοιπόν θα το δοκιμάσεις;» είπε και έδειξε μια μεγάλη θήκη από λινό. Μέσα είχε κάποιο ρούχο.

«Φέρατε το νυφικό;» είπα γεμάτη ενθουσιασμό. Δεν το είχα συνειδητοποιήσει ακόμα ότι ο γάμος ήταν σήμερα και ότι είχαν έρθει να με ετοιμάσουν. Ανυπομονούσα να το δω και αφού το είχε επιμεληθεί όλο η Άλις θα ήταν σίγουρα τέλειο.

Με αργές και βασανιστικές κινήσεις έβγαλε την λινή θήκη και αποκάλυψε το νυφικό. Ήταν το πιο όμορφο που είχα δει ποτέ. Σε κανέναν από τους γάμους μου με τον Έμετ δεν είχα φορέσει κάτι τόσο όμορφο. Ήταν φτιαγμένο όλο από κατάλευκο ύφασμα. Λευκό όπως του χιονιού. Είχε βαθύ ντεκολτέ που πλαισιωνόταν από δαντέλα. Ανάμεσα στην δαντέλα ήταν ραμμένα διαμάντια μπριγιάν. Τα μανίκια ήταν κοντά και τελείωναν επίσης στην ίδια δαντέλα ραμμένα όμως πάνω τώρα είχε μαργαριτάρια. Γύρω από το ντεκολτέ και σε όλο το μήκος του φορέματος μέχρι και την μέση απλωνόταν ένα περίτεχνο σχέδιο από διαμάντια όλα ραμμένα πάνω στο ύφασμα.

Αλλά το πιο εντυπωσιακό στο φόρεμα ήταν η ουρά. Πολύ μακριά και φτιαγμένη όλη από τούλι ραμμένο έτσι πάνω στο ύφασμα που έδινε την εντύπωση ότι είχαν κάτσει πάνω στην ουρά σύννεφα. Η ουρά τελείωνε μπροστά σε ένα εντυπωσιακό σχέδιο με το τούλι. Δυο γάντια φτιαγμένα εξολοκλήρου από μεταξύ και ένα πέπλο φτιαγμένο από δαντέλα ολοκλήρωναν το εντυπωσιακό νυφικό.

«Είναι πανέμορφο» ήταν το μόνο που κατάφερα να ψελλίσω.

Αμέσως η Άλις χωρίς να πει τίποτα ήρθε δίπλα μου και ξεκούμπωσε το μεταξωτό φόρεμα που φορούσα. Με βοήθησε να βγάλω το μεσοφόρι και γυμνή πια πήγα προς ένα καθρέφτη. Το σώμα μου για πολλούς είχε την ακαδημαϊκή ομορφιά. Θα προτιμούσα να είχα κανονική ζωή παρά να ήμουν όμορφη. Έδιωξα τις άσχημες σκέψεις από το μυαλό μου και επικεντρώθηκα στον γάμο μου. Η Άλις ήρθε και μου πέρασε γύρω μου ένα κορσέ. Με την βοήθεια της Έσμε έσφιξαν τόσο πολύ τα κορδόνια που σε ένα κανονικό άνθρωπο θα είχε κοπεί η ανάσα.

Και τότε η Άλις με αργές κινήσεις έφερε το νυφικό ακριβώς δίπλα μου. Σήκωσα ψηλά και τα δυο μου χέρια και το πέρασε γύρω μου. Καθώς το σατέν ύφασμα κυλούσε γύρω μου ένιωσα κάθε πτυχή του νυφικού. Ήταν πολύ ελαφρύ και αεράτο το ένιωσα σχεδόν να κυλάει πάνω μου σαν το νερό που έπεφτε από ένα μικρό καταρράκτη σε κάποια κρυστάλλινη λίμνη.

Έβγαλα το δαχτυλίδι για να φορέσω τα μεταξωτά λεύκα γάντια που έφταναν στους αγκώνες μου . Η Άλις στερέωσε το πέπλο στα μαλλιά μου με μια διαμαντένια τιάρα και μου φόρεσε πάνω από το γάντι στο ένα χέρι ένα βραχιόλι φτιαγμένο από το ίδιο χρυσό που ήταν και το δαχτυλίδι. Ήταν στολισμένο με μεγάλα ροζ διαμάντια. Συμπλήρωσε τέλεια το ντύσιμο. Κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέπτη. Ήμουν πανέμορφη. Το νυφικό έστρωνε πάνω μου υπέροχα . Τα μπριγιάν που ήταν ραμμένα πάνω στο ύφασμα άστραφταν και ήταν σαν το φως του ηλίου να έπεφτε στο δέρμα μου. Το πέπλο στόλιζε υπέροχα τις λιτές ξανθές μπούκλες μου. Και τα γάντια με το βραχιόλι πρόσδιδαν περισσότερη λάμψη. Φόρεσα τα νυφικά γοβάκια δυο λεύκα υπέροχα παπούτσια που ταίριαζαν στο σχέδιο με το νυφικό.

«Είσαι πανέμορφη » είπε η Άλις. Η Έσμε με κοίταξε με αυτό το βλέμμα που πρόσδιδε μόνο αγάπη. Ένα συναίσθημα που είχε διατηρήσει η Έσμε από την ανθρώπινη ζωή της με μοναδικό τρόπο.

«Μην ξεχάσεις το δαχτυλίδι » μου υπενθύμισε και φόρεσε στο τρίτο δάχτυλο του αριστερού μου χεριού το δαχτυλίδι που μου είχε χαρίσει ο Έμετ.

Κοίταξα τον εαυτό μου ξανά στον καθρέπτη. Ο Έμετ θα έμενε άναυδος. Η Άλις με πλησίασε και μου έδωσε μια λευκή μάσκα στολισμένη με διαμάντια. Την φόρεσα. Κάλυπτε μόνο τα μάτια αφήνοντας ακάλυπτες όλες τις άλλες περιοχές του πρόσωπου. Ήταν έθιμο στην Βενετία η νύφη και ο γαμπρός να φορούσαν κατά την διάρκεια του γάμου μια μάσκα. Ανυπομονούσα να δω την μάσκα του Έμετ άλλα και το κοστούμι του. Η Άλις μου έδεσε την μάσκα με τις δυο μεταξωτές κορδέλες κρύβοντας με δεξιοτεχνία τον φιόγκο κάτω από τις μπούκλες μου. Φαινόταν σαν να στέκετε εκεί από μόνη της χωρίς να την κρατάει τίποτα. Αμέσως γύρισα και αγκάλιασα την Άλις.

«Σε ευχαριστώ» ψιθύρισα στο αυτί της «Θα είναι ο καλύτερος γάμος που έχω κάνει ποτέ»

Χωρίς να θέλω στο μυαλό μου ήρθαν οι αρραβώνες μου με τον Ρόις. Από τα λίγα πράγματα που θυμάμαι ακριβώς από την ανθρωπινή ζωή μου. Με την κάθε λεπτομέρεια. Προσπάθησα να απασχοληθώ με κάτι άλλο. Το έθιμο έλεγε ότι στην εκκλησία θα με πήγαινε ο Καρλάιλ που θα με παρέδιδε στο γαμπρό μπροστά από τον ιερέα. Σε λίγο θα ερχόταν να με πάρει. Ο γάμος για προφανείς λογούς θα γινόταν το σούρουπο και μετά θα είχαμε ένα βενετικό συμπόσιο. Επειδή οι Βενετία ήταν κλειστή κοινωνία ο γάμος είχε μαθευτεί παντού. Ολόκληρη η πόλη θα ήταν μαζεμένη σήμερα εκεί. Έτσι θα έπρεπε να δείχνω πως τρώω και απολαμβάνω το γεύμα.

Φοβόμουν την ώρα που θα πραγματοποιήσουμε το διάσημο σικελικό έθιμο για το γάμο. Τις σκέψεις μου διέκοψε ένα χτύπημα στην πόρτα. Η Έσμε άνοιξε και αγκάλιασε τον Καρλάιλ που μπήκε μέσα στο δωμάτιο. Κοιτάχτηκα μια τελευταία φορά στον καθρέπτη και πήγα προς το μέρος του. Με αγκάλιασε .

«Είσαι πανέμορφη.» είπε. Κοίταξα το μαύρο φράκο που φορούσε. Ταίριαζε τέλεια με τα ξανθά μαλλιά του. Ήταν και εκείνος πανέμορφος.

«Όχι σαν εσένα » ψιθύρισα και άφησα ένα χαμόγελο να διαγράφει στα χείλη μου. «Και σίγουρα όχι σαν την Άλις» είπα και την κοίταξα. Είχε γδυθεί και με την βοήθεια της Έσμε φορούσε το φόρεμα της παρανύμφου. Ένα πολύ ανοιχτό γαλάζιο φόρεμα που έφτανε ως τα γόνατα. Τα κοντά μαύρα μαλλιά της τόνιζαν το πρόσωπο της. Ήταν πανέμορφη. Το ίδιο ήταν και η Έσμε που είχε μόλις βάλει το φόρεμα της. Ένα φόρεμα ίδιο σχέδιο και ύφος με αυτό της Άλις. Τα μαλλιά της ήταν πιασμένα ψηλά σε ένα πανέμορφο κότσο. Μια διαμαντένια πεταλούδα κόσμημα τα στόλιζε προσδίδοντας ακόμα περισσότερη λάμψη στο παρουσιαστικό της.

«Λοιπόν φεύγουμε; » είπε ο Καρλάιλ και με έπιασε αγκαζέ. Κοίταξα το σπίτι πίσω μου. σκέφτηκα τον Έμετ.

«Είμαι έτοιμη είπα και έκανα ένα αποφασιστικό βήμα μπροστά. Ακλούθησε η Έσμε με την Άλις. Ο Καρλάιλ γύρισε το ασημένιο πόμολο ανοίγοντας την πόρτα και αποκαλύπτοντας στο κανάλι που βρισκόταν έξω από το σπίτι μια γόνδολα. Ήταν κατάλευκη με κόκκινα καθίσματα από βελούδο. Ένα αγγελάκι από ατόφιο χρυσάφι στεκόταν περήφανο στολίζοντας την πρύμνη. Οι λεύκες γόνδολες ήταν πολύ σπάνιες. Παλιότερα ήταν όλες λευκές άλλα μετά από τον θάνατο ενός δόγη σε πένθος προς αυτόν βάφτηκαν μαύρες. Μετά επικράτησε και έτσι οι λευκές γόνδολες είναι μηδαμινές.

Ο Καρλάιλ μπήκε μέσα και με προσοχή βοήθησε και εμένα να μπω. Λες και δεν μπορούσα με πολύ ευκολία να μπω μόνη μου, αλλά ο γονδολιέρης παρακολούθησε την κάθε μας κίνηση. Κάθισα σε ένα βελούδινο κάθισμα και ο αφού ο Καρλάιλ βοήθησε να μπουν στην γόνδολα η Άλις και η Έσμε κάθισε δίπλα μου. Ο γονδολιέρης άρχισε αμέσως να κάνει κουπί αρχικά στο κεντρικό Κανάλ Γκράντε σύντομα όμως έστριψε σε μικρότερα κανάλια και μικρότερα και παρακλάδια άλλων μέχρι που έχασα τον δρόμο εντελώς.

Θα παντρευόμασταν σε μια από τις πιο κεντρικές εκκλησιές της Βενετίας τη Μαρία Σαλούτε. Μια τεραστία εκκλησία ακριβώς απέναντι από την μεγαλύτερη εκκλησία της Βενετίας την Σαν Μάρκο. Ήταν μια τεράστια εκκλησία με ένα μεγάλο κεντρικό τρούλο και κάποιους μικρότερους στο πλάι. Ο γονδολιέρης έστριψε σε ένα κανάλι και βρεθήκαμε ξανά στο Κανάλ Γκράντε. Μπορούσα να δω πλέον την Σαν Μάρκο άλλα και την Μαρία Σαλούτε.

Η πλατειά που υπήρχε γύρω της ήταν κατάμεστη με κόσμο. Στο λυκόφως η εκκλησία φαινόταν ακόμα πιο επιβλητική. Ήταν φτιαγμένη από λευκή πέτρα στο κυρίως σώμα και γκρίζα στον τρούλο και σε κάποιες λεπτομέρειες. Η γόνδολα είχε φτάσει σχεδόν στην πλατειά. Μπορούσα να διακρίνω ξεκάθαρα οποιονδήποτε στεκόταν εκεί . Μόλις η γόνδολα σταμάτησε ένας διάδρομος άνοιξε μέσα στο κόσμο που οδηγούσε στα σκαλιά της εκκλησίας . Ήταν στολισμένα με ένα λευκό χάλι. Η Άλις με την Έσμε βγήκαν πρώτες από την γόνδολα και άρχισαν αργά να περπατάνε στο χάλι και να κατευθύνονται προς το εσωτερικό της εκκλησιάς.

 Μέτρησα ως το δέκα για να κρατήσω τον ρυθμό και βγήκα και εγώ από την γόνδολα. Έπιασα τον Καρλάιλ από τον χέρι και αργά άρχισα να περπατώ στο λευκό χάλι. Ο κόσμος γύρω μου ράντιζε το χάλι με λεύκα και γαλάζια ροδοπέταλα. Όλο αυτό το φρέσκο ανθρώπινο αίμα γύρω μου ξυπνούσε μέσα μου ένα άλλο τέρας. Αυτό το τέρας που σκότωσε πριν πολλά χρόνια τον Ρόυς. Ήμουν και τότε νύφη. Αλλά τότε είχα αποδεχτεί πως θα ήταν η τελευταία φορά που θα φορούσα αυτό το ένδυμα. Και ακολούθησαν τόσες ακόμα. Αυτή όμως ήταν η ομορφότερη. Κράτησα την αναπνοή μου διώχνοντας μακριά τις σκέψεις μου και συνεχίζοντας να περπατώ στο χαλί.

Όλοι με κοιτούσαν με θαυμασμό. Δεν διέκρινα κανέναν γνωστό. Οι μόνοι που είχαμε καλέσει ήταν η οικογένεια του Ελέαζαρ που θα ήταν μέσα στην εκκλησία. Έφτασα στα σκαλοπάτια και για μια στιγμή έστρεψα το βλέμμα μου στον Καρλάιλ. Δεν ένιωθα αμφιβολία για αυτό που ετοιμαζόμουν να κάνω απλά ήθελα ακόμη μια φορά την συγκατάθεση του. Έγνεψε καταφατικά και αμέσως άρχισα να ανεβαίνω τα σκαλιά της εκκλησιάς.

Οι μεγάλες μαύρες πόρτες ήταν διάπλατα ανοιχτές και περίμεναν επιβλητικά την είσοδο μου. Μπήκα μέσα και το πρώτο πράγμα που είδα ήταν την μορφή του Έμετ. Καθόταν μπροστά από τον βωμό και με περίμενε. Φορούσε το πιο όμορφο κοστούμι που είχα δει. Ένα γκρίζο μακρύ παντελόνι με ένα λευκό πουκάμισο. Από μέσα φορούσε ένα μαύρο αμάνικο γιλέκο με διακριτικά διαμαντένια κουμπιά και από πάνω ένα γκρίζο σακάκι στο ίδιο χρώμα με το παντελόνι. Η μάσκα ήταν ακόμα πιο επιβλητική. Ήταν λευκή κάλυπτε όλο το πρόσωπο και γύρω από τα ματιά αλλά και στην θέση που βρισκόταν τα χείλη είχε μαύρο χρώμα. Γύρω από τα ματιά σχεδιασμένα πάνω στο μαύρο χρώμα υπήρχαν περίπλοκα σχέδια με χρυσό.

 Πίσω από τον βωμό στεκόταν ο ιερέας φορώντας το επίσημο ένδυμα για τους γάμους. Το λευκό χάλι συνεχιζόταν μέχρι τον βωμό εκεί που υπήρχαν ο Έμετ με τον ιερέα. Σε καρέκλες δεξιά και αριστερά του χαλιού καθόταν κόσμος. Οι καρέκλες κάλυπταν τα τρία τέταρτα του ναού μετά υπήρχε λίγο κενός χώρος που κάθονταν ο Τζάσπερ και ο Έντουαρντ. Φορούσαν και οι δυο ένα κοστούμι σε παρόμοιο σχέδιο. Ήταν μαύρο από λίνο ύφασμα με διαμαντένια μανικετόκουμπα. Από μέσα διακρινόταν ένα γκρι γιλέκο και μετά ένα λευκό πουκάμισο. Πιο κει καθόταν ο Ελέαζαρ φορώντας παρόμοιο κουστούμι , η Τάνια η Αϊρίνα η Κάρμεν και η Κέιτ. Ήταν πανέμορφες.

Μόλις μπήκα μέσα ολόκληρη η εκκλησία γύρισε και με κοίταξε. Συνέχισα με μικρά κοφτά βήματα να περπατώ στο λευκό χάλι. Η Έσμε με την Άλις είχαν φτάσει δίπλα στον βωμό και στεκόταν δίπλα στην Τάνια. Ο Έμετ γύρισε και με κοίταξε. Το χρυσάφι χρώμα στα ματιά του έλαμπε από ευτυχία. Καθώς περπατούσα να πάω δίπλα στον Έμετ έπιασα πολλούς καλεσμένους να χάσκουν μπροστά στην εικόνα μου με ανοιχτό το στόμα. Πρέπει να έδειχνα επιβλητική. Φτάσαμε στο βωμό. Μόλις ο Καρλάιλ με παρέδωσε στον Έμετ κατευθύνθηκε δίπλα στην Έσμε.

Εγώ έπιασα με προσοχή το χέρι του Έμετ. Κοιταχτήκαμε και μετά στραφήκαμε πιασμένοι χέρι χέρι στον ιερέα. Άνοιξε την χρυσοποίκιλτη καινή διαθήκη και άρχισε την λειτουργιά. Μετά την ανάγνωση του ευαγγελίου στράφηκε σε εμάς.

«Έμετ Κάλλεν » είπε με βάρια επίσημη φωνή «Δέχεσαι την Ρόζαλι Χέιλ ως γυναικά σου;»

Ο Έμετ με κοίταξε και το μονό που μπορούσα να διακρίνω στο βλέμμα του ήταν αγάπη.

«Δέχομαι» είπε και με κοίταξε ξανά. Ο ιερέας συνέχισε να μιλάει και στράφηκε σε εμένα τώρα.

«Ρόζαλι Λίλιαν Χέιλ δέχεσαι τον Έμετ Κάλλεν ως σύζυγο σου μέχρι να σας χωρίσει ο θάνατος;» Δεν χρειάστηκε να το σκεφτώ δευτερόλεπτο. Οι λέξεις βγήκαν από μόνες τους μέσα από τα χείλη μου.

«Δέχομαι.» έσφιξα περισσότερο το χέρι του Έμετ ανάμεσα στην παλάμη μου. Ο ιερέας τώρα μας ευχήθηκε μια ευχή στα ιταλικά. Μιλούσε για την μακροζωία και μας ευχόταν να μην χωρίσουμε ποτέ. Δεν θα γίνει σκέφτηκα από μέσα μου. Μετά από την σύντομη προσευχή του ιερέα έκλεισε τον ευαγγέλιο και έκανε μια μικρή υπόκλιση μονό με το κεφάλι.

«Puoi baciare la sposa » είπε ο ιερέας που στα ιταλικά σημαίνει μπορείς να φιλήσεις την νύφη. Αμέσως ο Έμετ με μια κίνηση έβγαλε την μάσκα αποκαλύπτονταν την ομορφιά του πρόσωπου του. Έσκυψε και με φίλησε στα χείλη με κάποια επισημότητα. Ανταπέδωσα το φιλί. Απομακρύνθηκε και με κοίταξε στα ματιά. Η τελετή είχε πλέον επίσημα τελειώσει.

Βγήκαμε πιασμένοι χέρι χέρι από την εκκλησία . Ο κόσμος έξω χειροκροτούσε πετούσε ροδοπέταλα προς κάθε κατεύθυνση. Όλοι γιόρταζαν. Η Άλις απελευθέρωσε μέσα από ένα ασημένιο κλουβί δυο λεύκα περιστέρια . Έδειχναν την αγάπη και την ευτυχία του ζεύγους ακόμα εύχονταν μακροζωία και ευτυχία . Κοίταξα για άλλη μια φορά τα χρυσάφια μάτια του Έμετ και τον φίλησα απαλά. Διασχίσαμε γρήγορα το λευκό χαλί και μπήκαμε σε μια από τις χιλιάδες γόνδολες που περίμεναν.

Θα μετέφεραν όλους τους καλεσμένους στο Παλάτσο Ντουκάλε η αλλιώς παλάτι των δόγηδων. Ένα μεγάλο υπέροχο κτήριο που χρησιμοποιούσε ο κάθε δόγης είτε ως κατοικία είτε ως κέντρο συνεδριάσεων. Βρισκόταν ακριβώς δίπλα από την εκκλησία στην πλατειά Σαν Μάρκο. Εκεί θα γινόταν το βενετικό συμπόσιο. Μπήκαμε μες στην γόνδολα και καθίσαμε στα βελούδινα καθίσματα. Επιτέλους μπορέσαμε να μιλήσουμε καθώς ο γονδολιέρης ξεκίνησε να κάνει κουπί στο κανάλι. Οι υπόλοιπες γόνδολες είχαν και αυτές ξεκινήσει και κατευθυνόμασταν όλοι μαζί σαν μια τεράστια πομπή στο Παλάτσο Ντουκάλε.

«Είσαι πανέμορφη » είπε ο Έμετ κοιτάζοντας με συνεχώς στα μάτια.

«Όχι σαν εσένα » ψιθύρισα. «Ώστε τώρα είμαστε επίσημα για ακόμη μια φορά παντρεμένοι;»

«Έτσι νομίζω.» είπε και με φίλησε χαμογελώντας . Οι γόνδολες κατευθύνονταν πλέον στην πλατειά. Απείχαμε πολύ λίγο. Μόλις σταμάτησαν βγήκα έξω από την γόνδολα μετά τον Έμετ και πιασμένοι πάντα αργά αργά αρχίσαμε να πηγαίνουμε στο Παλάτσο Ντουκάλε. Οι καλεσμένοι είχαν και αυτοί βγει από τις γόνδολες και άνοιγαν δρόμο να περάσουμε. Έξω είχε σουρουπώσει για τα καλά και η πανσέληνος είχε κάνει την εμφάνιση της στον ουρανό. Στο φως του φεγγαριού το δέρμα του Έμετ φαινόταν διαφορετικό όπως και το δικό μου για αυτό επιταχύναμε το βήμα μας και μπήκαμε μέσα. Το κτήριο μέσα έδειχνε ακόμα πιο επιβλητικό από έξω. Τεραστία βαριά χαλιά ,καναπέδες, παλιά έπιπλα και πινάκες με χρυσές κορνίζες συνέθεταν τον χώρο.

Όλοι οι καλεσμένοι στριμώχνονταν στον διάδρομο για την κεντρική αίθουσα που θα λάμβανε χώρα το γλέντι. Μόλις όμως μπήκαμε άνοιξαν δρόμο. Πιο μπροστά μπορούσα να διακρίνω τον Έντουαρντ να μπαίνει μέσα στην κεντρική αίθουσα με τον Τζάσπερ. Επιταχύναμε λίγο περισσότερο το βήμα μας περπατώντας πάντοτε κομψά και μπήκαμε στην τεράστια αίθουσα. Μια πραγματικά γιγαντία αίθουσα. Ο ένας τοίχος της καλύπτονταν από τον πιο μεγάλο πίνακα ζωγραφικής που είχα δει ποτέ μου. Παρίστανε διάφορους αγγέλους σε ένα παραδεισένιο μέρος. Το ταβάνι της αίθουσας ήταν επίσης ζωγραφισμένο αλλά επειδή η αίθουσα ήταν ιδιαίτερα ψηλοτάβανη ακόμα και την άψογη όραση μου κάποια σχήματα της τοιχογραφίας δεν διακρινόταν καλά.

Στον τεράστιο χώρο είχαν απλωθεί τραπέζια με ένα μεγάλο κεντρικό στην μέση. Ήταν στολισμένο με λευκά τριαντάφυλλα. Κόσμος καθόταν ήδη σε τραπέζια .

Τα περισσότερα είχαν γεμίσει έτσι κάποιοι έμεναν όρθιοι. Έκατσα στο τεράστιο τραπέζι στο κέντρο μαζί με τον Έμετ. Στην διπλανή θέση κάθονταν ήδη η Έσμε η Άλις η Τάνια η Κάρμεν η Αϊρίνα και η Κέιτ. Και από την άλλη πλευρά δίπλα στον Έμετ ο Καρλάιλ ο Ελέαζαρ ο Τζάσπερ και ο Έντουαρντ. Σίγα σίγα η αίθουσα άρχισε να γεμίζει και συνειδητοποίησα πως ερχόταν η ώρα του σικελικού εθίμου. Ένα αρχαίο έθιμο που προερχόταν από την Σικελία και τελούταν σε πολλές περιοχές της Ιταλίας. Υπαγόρευε τα φαγητά να σερβιριστούν πρώτα στην νύφη και στον γαμπρό και αφού φανέ τόσο ώστε οι καλεσμένοι να ζηλεύουν έως ότου δεν αντέχουν άλλο , επέτρεπαν να φανέ και αυτοί. Αυτό σημαίνει πως έπρεπε καθώς όλοι με κοιτάνε να τρώω ανθρώπινο φαγητό. Μόλις η αίθουσα γέμισε ασφυκτικά κάποιοι μουσικοί καθισμένοι σε μια γωνιά άρχισαν να παίζουν με βιολιά και αλλά παραδοσιακά όργανα.

Και τότε έκαναν την εμφάνιση τους τα φαγητά. Ένα παραδοσιακό βενετικό συμπόσιο περιλάμβανε μέχρι και δεκατέσσερα πιάτα. Ήμουν σίγουρη ότι η Άλις είχε φροντίσει ώστε και τα δεκατέσσερα να εμφανιστούν. Οι ποικιλία ήταν τεραστία και τα πιάτα περιλάμβαναν από ζυμαρικά και σε σούπα και μη ,αλλαντικά ,τυριά, ψάρια, θαλασσινά, κρέατα, λαχανικά και φρούτα και τα πιο εντυπωσιακά γλυκά. Σερβιτόροι γυρνούσαν γύρω- γύρω με δίσκους και σέρβιραν τον κόσμο αλλά κάνεις δεν έτρωγε. Τελευταίο σερβιρίστηκε το δικό μας τραπέζι. Μόλις σερβιριστήκαμε οι καλεσμένοι άρχισαν να φωνάζουν να αρχίσει το έθιμο.

Έπιασα το πιρούνι απαλά και κοίταξα τον Έμετ ικετεύοντας. Έγνεψε καταφατικά και μου έδωσε κουράγιο. Έκοψα μια πιρούνια από το ψάρι που βρισκόταν μπροστά μου και κατάπια μια μπουκιά. Με το ζόρι κατέβηκε. Υπέροχα σκέφτηκα. Έφαγα άλλη μια πιρούνια πάστα αν και προσποιήθηκα ότι έφαγα δύο.

«Αρκετά« φώναξα «Ας αρχίσει το γλέντι» επιτέλους το μαρτύριο είχε τελειώσει άλλα ο κόσμος συνέχισε να φωνάζει να φάμε και άλλο. Κοίταξα ικετευτικά τον Έμετ άλλη μια φορά. Πηρά μια τελευταία πιρούνια από κόποι φρούτο και σήκωσα ψηλά τα χέρια δείχνοντας ότι επέτρεπα στον κόσμο να φάει. Αποφάσισαν να μην με ταλαιπωρήσουν περισσότερο και άρχισαν να τρώνε. Φασαρία απλώθηκε στην αίθουσα καθώς πιρούνια έτριζαν στα πιάτα, οι συζητήσεις είχαν ανάψει και η μουσική είχε δυναμώσει τώρα σε κάτι πολύ ζωηρό. Την ώρα που κάποιοι σηκώθηκαν να χορέψουν πλησίασα το αυτί του Έμετ και του ψιθύρισα.

«Τουλάχιστον τελείωσε το σικελικό έθιμο.» χαμογέλασα και ένα χαμόγελο διαγράφηκε και στα δικά του χείλη. Η μουσική όσο πήγαινε και ζωήρευε και αρκετός κόσμος είχε τώρα σηκωθεί και χόρευε στο ρυθμό έναν βενέτικο χορό που δεν ήξερα άλλα έδειχνε πολύ όμορφος. Άντρες γυναίκες και παιδιά είχαν σηκωθεί ,χοροπηδούσαν και στροβιλίζονταν στο ρυθμό.

Ένας ήχος προήρθε από δίπλα μου και με επανέφερε στον Έμετ. Είχε ακουμπήσει πάνω στο τραπέζι ένα μικρό τετράγωνο κομμάτι ασήμι.

«Τι είναι αυτό;» αναρωτήθηκα δείχνοντας με το βλέμμα μου το κομμάτι ασήμι.

«Α είναι έθιμο κάτι σαν γούρι ο γαμπρός να έχει στην τσέπη του ένα κομμάτι από κάποιο μέταλλο.»

Χαμογέλασα και έσκυψα στο αυτί του ψιθυρίζοντας.

«Χορεύουμε;» με κοίταξε με δυσπιστία αλλά αμέσως σηκώθηκε με έπιασε ευγενικά από το χέρι και κοίταξε το διαμαντένιο βραχιόλι μου. Κατευθυνθήκαμε στο κέντρο του δωματίου που κόσμος χόρευε ένα ενετικό χορό που δεν ξέραμε. Έπιασε απαλά την μέση μου και σήκωσα λίγο το νυφικό για να μην το πατήσω . Αρχίσαμε να στροβιλιζόμαστε στην ζωηρή μουσική ακλουθώντας το ρυθμό. Η μακριά ουρά του νυφικού μου σερνόταν γύρω μου. Οι καλεσμένοι που χόρευαν σταμάτησαν και μας κοιτούσαν. Παρότι δεν ξέραμε τον χορό τον χορεύαμε αρκετά καλά. Μια φωνή ακούστηκε από πίσω μας καθώς χορεύαμε.

«Μου δανείζεις την νύφη για ένα χορό; » είπε ο Έντουαρντ χαμογελώντας. Ο Έμετ έκανε μια μικρή υπόκλιση και απομακρύνθηκε στο πλάι. Ο Έντουαρντ με έπιασε απαλά από την μέση και αρχίσαμε να χορεύουμε στον ρυθμό. Η μουσική τώρα είχε αλλάξει και είχε γίνει πιο απαλή.

«Πως σου φάνηκε ο γάμος;» ψιθύρισα.

Με το ένα χέρι του ανακάτεψε τα μαλλιά του και απάντησε.

«Εεε…» χαμογέλασε «ήταν καλός.»

Χαμογελώντας του έσφιξα το χέρι. Αφού στροβιλιστήκαμε λίγο ακόμα στον ρυθμό έπιασα ξανά τον Έμετ και ο Έντουαρντ άρχισε ένα χορεύει με την Έσμι. Αμέσως μόλις με έπιασε ο Έμετ πλησίασε το αυτί μου και ψιθύρισε.

«Πάμε; » περίμενε λίγο μήπως απαντήσω και συνέχισε «έχω μια έκπληξη για σένα.» Χαμογέλασε πονηρά. Έπαψα να χορεύω και τον έπιασα από τον καρπό. Βγήκαμε από τον χορό δείχνοντας του ότι συμφωνώ. Περάσαμε κάτω από την επιβλητική πόρτα της αίθουσας και βγήκαμε στον διάδρομο. Έριξα μια τελευταία ματιά πίσω μου. Όλοι διασκέδαζαν τρώγοντας χορεύοντας και συζητώντας. Η οικογένεια μου καθόταν μαζί με την οικογένεια του Ελέαζαρ και συζητούσαν στο τραπέζι.

Διασχίσαμε γρήγορα τον διάδρομο και βγήκαμε στην πλατειά. Ήταν τεράστια και καθώς ήταν άδεια έδειχνε φοβερά επιβλητική. Κοίταξα την εκκλησία του Άγιου Μάρκου όπως στεκόταν έτσι μοναχή μες στο σκοτάδι κοιτάζοντας μας από ψηλά. Απέναντι της έστεκε το τεράστιο καμπαναριό από κόκκινο τούβλο. Κατευθυνθήκαμε προς τα εκεί και κάτσαμε λίγο στα σκαλιά που οδηγούσαν στην είσοδο του καμπαναριού.

«Λοιπόν πια είναι η έκπληξη» ρώτησα τον Έμετ μην μπορώντας να κρύψω την ανυπομονησία μου.

«Α το κάθε πράγμα στην ώρα του» έσκυψε και με φίλησε στα χείλη για ένα δευτερόλεπτο. Αμέσως μετά τινάχτηκε πάνω και πιάνοντας με ευγενικά πήγαμε προς μια γόνδολα που έστεκε αδεία μαζί με τις άλλες στην άλλη άκρη της πλατείας. Ο Έμετ μπήκε μέσα και με βοήθησε να μπω και εγώ. Κάθισα στον βελούδινο καναπέ που είχε και τον παρακολούθησα καθώς έλυνε την γόνδολα. Έκατσε όρθιος στην άλλη άκρη και άρχισε να κάνει κουπί.

Τον παρακολούθησα καθώς έκανε σχεδόν αριστοτεχνικά κουπί μέχρι και που βγήκαμε από το κεντρικό κανάλι σε ένα μικρότερο. Τα σπίτια μέσα στο σκοτάδι φαίνονταν γαλήνια η καλυτέρα μηδαμινά μπροστά στην απερίγραπτη ομορφιά του Έμετ καθώς το σεληνόφως έπεφτε στο πρόσωπο του φωτίζοντας τα χαρακτηριστικά του. Χωθήκαμε πιο μέσα σε όλο και πιο μικροσκοπικά κανάλια . Περάσαμε κάτω από χιλιάδες γέφυρες άλλα εγώ δεν έδινα σημασία στα σχεδία που ήταν σκαλισμένα πάνω στο μάρμαρο στολίζοντας τις γέφυρες. Έδινα σημασία στα σχεδία που ήταν αριστοτεχνικά πλασμένα στο πρόσωπο του Έμετ. Η δημιουργία Του ήταν απλά αφάνταστη.

Ο Έμετ σταμάτησε την γόνδολα κάτω από μια μικρή σχετικά, μαρμάρινη γέφυρα. Έδεσε την γόνδολα σε ένα πάσαλο. Γύρω δεν υπήρχαν φώτα άλλα ακόμα και με μονό φως το φως τους φεγγαριού ο Έμετ έδειχνε πανέμορφος.

Πλησίασε τα χείλη του με τα δικά μου χωρίς τα αγγίζει. Επίτηδες ανάσανε στο πρόσωπο μου και ένιωσα κάθε μυρωδιά που ανέδιδε το σώμα του. Ρούφηξα το γλυκό άρωμα και πλησίασα τα χείλη μου ώστε να αγγίζουν τα δικά του χωρίς όμως να τον φιλάω . Έσυρε απαλά τα χείλη του στο λαιμό μου και άρχισε να φιλάει την περιοχή όπου υπήρχε το μήλο του Αδάμ. Παρέδωσα κάθε αίσθηση μου στο φιλί του. Τα δάχτυλα του χωρίς να σταματά να φιλάει τον λαιμό μου άνοιξαν δυο μαργαριταρένια κουμπιά από το νυφικό μου. Έσυρε τα χείλη του ακολουθώντας την γραμμή του νυφικού καταλήγοντας στο μπούστο μου. Συνέχισε να με φιλάει με πάθος. Τον κοίταξα στα μάτια και σταμάτησε. Με άφησε γεμάτη πάθος να τον κοιτάω βασανίζοντας με κυριολεκτικά.

«Η συνέχεια στο σπίτι» ψιθύρισε όλο υπονοούμενο αφήνοντας με ακόμα περισσότερο στην ανυπομονησία. Πριν απομακρυνθεί από πάνω μου φίλησε για άλλη μια φορά ευγενικά τον λαιμό μου.

Έλυσε την γόνδολα και κάνοντας κουπί μέσα στα κανάλια της Βενετίας φτάσαμε έξω από το σπίτι πριν προλάβω να συνειδητοποιήσω ότι είχαμε ξεκινήσει. Έδεσε την γόνδολα και με πήρε αγκαλιά. Βγήκαμε έξω και άνοιξε την πόρτα. Μπήκαμε στο σπίτι που κανονικά μονό φως θα έπρεπε να είχε αυτό του φεγγαριού που έμπαινε από τα μεγάλα παράθυρα αλλά αντίθετα στολιζόταν ολόκληρο με κεριά. Κάποιος , πιθανώς η Άλις, είχε φτιάξει νωρίτερα ένα διάδρομο από κεριά που οδηγούσαν στην κάμαρη . Ανέβηκε την σκάλα και φτάσαμε μέσα στην κρεβατοκάμαρα.

 Ήταν στολισμένη και αυτή με κεριά. Πάνω στα αφράτα σκεπάσματα του κρεβατιού υπήρχαν ροδοπέταλα. Το κρεβάτι ήταν με ουρανό και στολισμένο ήταν με μια πορτοκαλοκίτρινη κουρτίνα. Ήταν δεμένη στο πλάι. Ο Έμετ με άφησε στο κρεβάτι. Ξάπλωσα και αμέσως έγειρα προς το μέρος του. Ξάπλωσε από πάνω μου δίχως όμως να ακουμπά το σώμα μου. Ένα εκατοστό να έκανε πιο μπροστά και θα μπορούσα να αγγίξω με κάθε σημείο του σώματος μου κάθε δικό του. Έγειρε μόνο το κεφάλι του πιο μπροστά έτσι ώστε τα χείλη του να αγγίξουν τα δικά μου με ένα καυτό φιλί.

Απελευθέρωσα όλες μου τις αισθήσεις στο άγγιγμα του. Απομάκρυνε τα χείλη του από τα δικά μου και με μια κίνηση ξεμπούκωσε το σακάκι του και μετά το πουκάμισο του. Δεν το έβγαλε εντελώς αμέσως. Με άφησε να χαζέψω λίγο τα χαρακτηριστικά του σώματος του. Ήταν σαν ένα σμιλεμένο άγαλμα κάποιου αρχαίου έλληνα θεού. Έβγαλε τελείως το πουκάμισο του αφήνοντας κάθε πτυχή του σώματος του να με κατακλύσει.

Τα δάχτυλα του άνοιξαν ένα ακόμα κουμπί από το νυφικό μου. Δεν μπορούσα να περιμένω να διεισδύσει μέσα μου. Ένα βογκητό ξέφυγε ανάμεσα στα χείλη μου. Και τότε οι πιο τρελές λέξεις βρεθήκαν να χορεύουν στην γλώσσα μου.

«Σκίσ’ το» ψιθύρισα και σχεδόν αμέσως τα δάχτυλα του έσκισαν απαλά σαν να φοβάται μην με πονέσει το υπέροχο ύφασμα. Τα διαμάντια που ήταν ραμμένα πάνω εκτινάχτηκαν προς κάθε κατεύθυνση. Το κορμί μου ανάμεσα στα ροδοπέταλα και τα διαμάντια που πλέον είχαν γεμίσει το κρεβάτι ανταπέδωσε την κίνηση.

Έλυσε αμέσως τον κορσέ αποκαλύπτοντας πλέον κάθε σημείο του γυμνού σώματος μου. Πέταξε μακριά τα ρούχα και έβγαλε τα γάντια και το δαχτυλίδι μου πετώντας τα μακριά στο ξύλινο πάτωμα. Το μόνο που είχε απομείνει πάνω στο δέρμα μου ήταν η δαντελένια καλτσοδέτα που φορούσα λίγο πιο πάνω από τον μηρό μου. Τα χείλη του πλησίασαν την περιοχή και έπιασε με τα δόντια του την καλτσοδέτα . Την απομάκρυνε χωρίς να σταματήσει όμως να ακουμπά το δέρμα μου. Ανέβηκε σε όλο το μήκος του ποδιού φτάνοντας ανάμεσα στου μηρούς μου με τα χείλια του.

Όλο το κορμί μου γέμισε ευχαρίστηση και μικρά βογκητά βγήκαν από το σώμα μου. Σταμάτησε και έβγαλε εντελώς το παντελόνι του . Γυμνός πλέον στεκόταν από πάνω μου δίχως όμως καμιά περιοχή του σώματος του να αγγίζει κάποια δικιά μου. Με τα χέρια μου πίεσα την μέση του έτσι ώστε να ξαπλώσει πάνω μου. Ένιωσα το κάθε μέρος του σώματος του με ευχαρίστηση πάνω στο δικό μου.

Ήθελα να προχωρήσει πιο γρήγορα. Να μπει μέσα μου. Τον παρότρυνα με ένα μακρόσυρτο φιλί γεμάτο πάθος.

Και τότε χωρίς να σταμάτα να με φιλάει με μια απαλή κίνηση τα σώματα μας ενώθηκαν. Τον ένιωσα να διεισδύει μέσα μου και φωνές που δεν μπορούσα να συγκρατήσω από την ηδονή βγήκαν από μέσα μου. Όλο μου το κορμί , όλες μου οι αισθήσεις παρέλυσαν καθώς συνέχιζε έτσι ώστε να φτάσει στην ολοκλήρωση. Τα δάχτυλα μου μπλέχτηκαν στα μαλλιά του φέρνοντας το πρόσωπο του σε απόσταση αναπνοής από το δικό μου. Άλλα μπορούσα να ασχοληθώ μόνο με την φωτιά που έκαιγε ανάμεσα στα πόδια μου.

Κλείδωσα με περισσότερο πάθος γύρω του μέχρι να φτάσει στην ολοκλήρωση και να αφήσει μια κραυγή ευχαρίστησης να βγει από τα χείλη του.

Ξεκούρασε το κεφάλι του στο στήθος μου καθώς με τα χείλη μου χάιδευα τα μαλλιά του.

«Σ’ αγαπώ » ψιθύρισα αφήνοντας τις λέξεις να αιωρηθούν για λίγο στην ατμόσφαιρα.

«Είσαι ότι θέλω πιο πολύ στον κόσμο» ψιθύρισε ο Έμετ και πρόσθεσε τις λέξεις που τόσο πολύ με έκαναν να ξεχειλίζω από αγάπη όποτε τις πρόφερε «Άγγελε μου.»

Είχα ακριβώς ότι ήθελα όλη η ευτυχία μου ήταν ολοκληρωμένη. Έχοντας στην αγκαλιά μου τον Έμετ μέσα στο δωμάτιο στολισμένο με κεριά, διαμάντια και ροδοπέταλα αναπόλησα όλη την βραδεία. Ίσως η καλύτερη βραδεία της ύπαρξης μου.

Κοίταξα χωρίς να παίρνω λεπτό τα δάχτυλα μου από τα μαλλιά του έξω από το παράθυρο την Βενετία.

Την Βενετία στο σεληνόφως.

3 σχόλια:

alexia είπε...

α πολύ καλό! και ρομαντικό και σέξι! και φυσικά πολύ ατμοσφαιρικό! Μπράβο Gerry μου! για ακόμη μια φορά με ταξίδεψες!!

gerry είπε...

Χαιρομαι πολυ Αλεξια μου που σου αρεσε. Ευχαριστω πολυ για το σχολιο σου. Γινεται να μην ειναι ατμοσφαιρικο οταν εχει φοντο την Βενετια;

alexia είπε...

Δεν γίνεται βέβαια!