BLOGGER TEMPLATES - TWITTER BACKGROUNDS »

Τετάρτη 1 Σεπτεμβρίου 2010

Στοχεύοντας Τα Αστέρια



                                                   1ο Κεφάλαιο
                                                      Όνειρο


Alices POV

Μπίλοξι Μισσίσιπη, 1906

Με τα χερια μου άρχισα να πλάθω όσο πιο προσεχτικά μπορούσα την ζύμη για την φοβερή χορτόπιτα που θα έφτιαχνε σήμερα η μητέρα μου. Καθόμουν στο τραπέζι στην κουζίνα της έπαυλης μας στο Μπίλοξι και βοηθούσα την μητέρα μου με το δείπνο. Η μητέρα μου καθόταν λίγο πιο κει και έπλενε με την βοήθεια της υπηρέτριας μας της Μάντυ τα χόρτα που είχαμε μαζέψει το πρωί από τον κήπο για την χορτόπιτα. Εγώ τώρα έκανα το ζυμάρι μικρές μπαλίτσες όταν η μεγάλη μου αδερφή Σύνθια μπήκε στην κουζίνα.

«Μαμά» είπε κοιτώντας την μητέρα μου «Σε λίγο θα επιστρέψει ο πατέρας από τους φίλους του και θα είναι μεθυσμένος έτσι σκέφτηκα να μην είμαι σπίτι και να πάω στο πάρκο να δω τον Ντέιβιντ.» Ο πατέρας μου είχε μια μεγάλη επιχείρηση που απέφερε πολλά χρήματα στην οικογένεια μου για αυτό ζούσαμε σχετικά πλουσιοπάροχα.

Η έπαυλη μας βρισκόταν σε μια τεραστια έκταση με κήπο και είχε και βοηθητικό σπιτάκι για την Μάντυ και τον άντρα της που είναι μπάτλερ μας. Ο πατέρας μου όμως είχε ένα ελάττωμα ήταν αλκοολικός και συχνά γύρναγε σπίτι μεθυσμένος και ξυλοκοπούσε ακόμα και την μητέρα μου έτσι εμείς πάντα φροντίζαμε να μην είμαστε στο σπίτι όταν θα επέστρεφε. Τον συνειρμό μου διέκοψε η φωνή της μητέρας μου.

« Να πας αρκεί να πάρεις μαζί και την Μέρυ» Μέρυ ήταν το δεύτερο όνομα μου αλλα δεν το προτιμούσα. Προτιμούσα το Άλις.

«Μα είναι μόλις έξι τι θα κάνει μαζί μας»

«Τελειωσε σύνθια θα την πάρεις μαζί και μετά ελάτε να μας βρείτε εμενα και την Μάντυ στον καθεδρικό του Αγίου Μιχαήλ.»

« Ωραία Άλις ντύσου» αμέσως σηκώθηκα αλλα από την απροσεξία μου ένα κομμάτι ζύμης έπεσε πάνω στο γαλάζιο φόρεμα μου και το λέρωσε. Ανέβηκα από την σκάλα στο δωμάτιο μου και έβγαλα ένα καινούργιο ροζ αυτή την φορα φόρεμα. Το φόρεσα προσεχτικά και μετά έπιασα τα μαλλιά μου σε κότσο. Προτιμούσα να τα έχω λιτά γιατί ήταν πολύ μακριά και τελειωναν σε μπούκλες αλλα η μητέρα μου επέμενε ότι σε μια μικρή κυρια τα λιτά μαλλιά δεν αρμόζουν.

 Για να είναι τουλάχιστον όμορφα τα έδεσσα με μια ροζ κορδέλα. Φόρεσα τα μαύρα λουστρίνια μου και πήγα προς την πόρτα πριν βγω όμως έριξα μια ματια στον κήπο από τα δυο τεραστια παράθυρα που ξεκινήσουν από την οροφή και έφταναν ως το πάτωμα που υπήρχαν στο δωμάτιο μου. Ο άμαξας ήδη ετοίμαζε τα άλογα. Κατέβηκα από το δωμάτιο μου στο σαλόνι.

Η αδερφή μου με περίμενε φορώντας ήδη την κάπα της και το καπέλο της. Σηκώθηκε και με βοηθησε να φορέσω και εγώ το παλτό μου. Η μητέρα μου με φίλησε στο μέτωπο.

«Να έρθετε στην ώρα του εσπερινού στον καθεδρικό ναό. Μην το ξεχάσετε» Η αδερφή μου άνοιξε την πόρτα και βγήκαμε έξω. Τσουχτερό κρύο με κατέκλυσε και έσφιξα γερά το παλτό γύρω μου. Παρότι η μέρα ήταν ηλιόλουστη έκανε αρκετή ψυχρα. Αρχίσαμε να διασχίζουμε το λιθόστρωτο δρομάκι του κήπου και να πηγαίνουμε προς την καγκελόπορτα.

Γύρω από το δρομάκι υπήρχαν λευκες που είχαν ρίξει τα περισσότερα φυλα τους. Κάποια ακόμα σάπιζαν γύρω από το δρομάκι κάποια αλλα είχαν παρασυρθεί από τον άνεμο και κάποια τα είχε μαζέψει ο κηπουρός.

Προσπεράσαμε το σπιτάκι που μένει η Μάντυ με τον άντρα της και φτάσαμε στην καγκελόπορτα. Γύρισα και με τα δυο μου χερια το μπρούτζινο ροπτο και βγήκαμε στον δρόμο έξω από την έπαυλη. Μια άμαξα που την έσερναν τρία γκρίζα άλογα με χιονάτες πιτσιλιές μας περίμενε. Ο άμαξας κατέβηκε από την θέση του και μας άνοιξε την σκαλιστή πόρτα με χρυσή επένδυση.

 Η αδερφή μου έβγαλε το κομψό κεντητό γκάντι της και έδωσε το χέρι της στον άμαξα που την βοηθησε να μπει μέσα. Εμενα με έπιασε απαλά από την μέση και με έβαλε μέσα. Κάθισα αντικριστά από την αδερφή μου στα βελούδινα καθίσματα της άμαξας και τράβηξα απαλά με τα δάχτυλα μου την κουρτίνα για να βλέπω έξω. Ο άμαξας ξεκίνησε και τα πέταλα των αλόγων άρχισαν να αντηχούν στις πέτρες του δρόμου με τον χαρακτηριστικό ήχο.

 Προσπεράσαμε κάποιες μεγάλες επαύλεις και αρχίσαμε να μπαίνουμε μέσα στην πόλη. Εμείς μέναμε στα περίχωρα. Στην επαρχία σχεδόν. Δυο τρεις άμαξες μας προσπέρασαν. Μας προσπέρασε ακόμα και ένας καβαλάρης πάνω σε ένα κατάμαυρο περήφανο άλογο από τα πιο όμορφα που έχω δει. Διάσπαρτα στην άκρη του δρόμου υπήρχαν κάποια δέντρα τα περισσότερα αιθάλη.

 Η Σύνθια φώναξε στον άμαξα να σταματήσει. Δεν απείχαμε πολύ από τον κήπο της πόλης. Ο άμαξας αμέσως με το μαστίγιο του σταμάτησε τα άλογα και ένα χλιμίντρισε. Μας βοηθησε πάλι να κατεβουμε. Πριν πιάσει την μέση μου για να μην λερώσει το φόρεμα μου σκούπισε τα χερια του στο μαντήλι του που είχαν λερωθεί από το δέρμα του μαστιγιου.

 Μόλις κατέβηκα έπιασα το χέρι της αδερφής μου και αρχίσαμε να περπατάμε προς το πάρκο. Κάποιοι περαστικοί μας κοιτούσαν και ένας νεαρός που πουλούσε εφημερίδες μας χερετησε. Αμέσως μετά συνέχισε να φωνάζει τα σημερινά νέα στους περαστικούς. Κάποιος μάλιστα σταμάτησε και του έδωσε μια λιρα για να αγοράσει μια εφημερίδα. Μετά από λίγο περπάτημα αρχίσαμε να διακρίνουμε τα ψηλά κυπαρισσια του πάρκου. Το πάρκο που υπήρχε στην πόλη ήταν ουσιαστικά ένας μεγάλος κήπος που τον περιέβαλαν κάγκελα.

Εκεί περνούσαν τον χρόνο τους οι περισσότεροι κάτοικοι καθισμένοι στα παγκάκια του πάρκου. Είχε κυρίως κυπαρισσια κάποιες λευκες και μερικά πλατανια. Ακόμα είχε κάθε λογής λουλούδια. Τα αγαπημένα μου ήταν οι ορχιδέες. Μπήκαμε μέσα στο πάρκο. Ο Ντέιβιντ καθόταν σε ένα παγκάκι και μας περίμενε κοιτώντας το χρυσό ρολοι τσέπης του.

Ο Ντέιβιντ αρέσει στην Σύνθια νομίζω αλλα κάτι τέτοιο αν μαθευτεί θα ήταν σκάνδαλο γιατί ο Ντέιβιντ είναι δεκαοχτώ ενώ η Σύνθια ακόμα δεκαεπτά. Είναι όμως φίλοι. Καθίσαμε διπλα του και αμέσως με πήρε αγκαλιά.

«Η μικρή Άλις... τι κανεις γλυκιά μου; » με ρώτησε και με άφησε διπλα του.

«Μια χαρά ήρθα μαζί με την Σύνθια για βόλτα.»

Η Σύνθια κάθισε διπλα του και τον χαιρέτησε.

«Σύνθια.» είπε και της φίλησε το χέρι χαμογελώντας. Ήξερα πως το έκανε για πλακα.

«Ο συγγνώμη δεσποινίς Άλις σας παρέλειψα » είπε και χαμογελώντας φίλησε και το δικό μου χέρι. Του χαμογέλασα σηκώθηκα από το παγκάκι και πήγα να μαζέψω λουλούδια.

«Μην χαθείς φώναξε η Σύνθια.»

Σήκωσα το φόρεμα μου και άρχισα να τρέχω. Μάζεψα αρκετά λουλούδια και μετά γύρισα και χάζευα τις συζητήσεις της Σύνθιας και του Ντέιβιντ. Η ώρα πέρασε γρήγορα και μόλις ο ήλιος άρχισε να δύει πίσω από τα δέντρα του κήπου η Σύνθια σηκώθηκε. «Πρέπει να φύγουμε να προλάβουμε τον εσπερινό στον καθεδρικό του αγίου Μιχαήλ. Τα λέμε Ντέιβιντ» Ο Ντέιβιντ την χαιρέτησε.

 Εγώ σηκώθηκα και την ακολούθησα. Η Σύνθια με έπιασε από το χέρι και αρχίσαμε να περπατάμε γοργά . Μόλις βγήκαμε από τον κήπο χαθήκαμε στα σοκάκια και στους δρόμους τις πόλης. Πολλές άμαξες μας προσπέρασαν μέχρι να φτάσουμε έξω από τον καθεδρικό ναό.

Ήταν ένας τεράστιος ναός στα περίχωρα της πόλης. Ήταν κατάλευκος και είχε χιλιάδες παράθυρα ζωγραφισμένα. Ένα μεγάλο καμπαναριό με τριγωνική σκεπη υψωνόταν διπλα του. Ο ναός είχε και αυτός τριγωνική σκεπη και ήταν πανέμορφος. Από την κυρια πόρτα έμπαινε πολύς κόσμος ντυμένος με τα καλά του. Οι κυριες φορούσαν όμορφα φορέματα και οι άντρες κοστούμια κρατώντας μπαστούνι. Όλα τα παιδιά ήταν χτενισμένα και ντυμένα πανέμορφα.

 Εγώ σχετικά ήμουν η λιγότερη περιποιημένη από όλους αφού το φόρεμα μου είχε γεμίσει χώματα και είχα λύσει τα μαλλιά μου επειδή έχασα την κορδέλα μου. Ένας κληρικός στεκόταν κάτω από το καμπαναριό και χτυπούσε τις καμπάνες ρυθμικά καλώντας τον κόσμο. Μπήκαμε μέσα από την επιβλητική σκαλιστή πόρτα και αμέσως είδα την μητέρα μου να κάθεται μαζί με την Μάντυ. Πήγαμε διπλα τους.

«Αργήσατε λίγο » είπε και με τα χερια της προσπάθησε να καθαρίσει το φόρεμα μου από τα χώματα. Κάθισα διπλα της. «Συγγνώμη που λέρωσα το φόρεμα μου σου μάζεψα αυτά τα λουλούδια » είπα και της έδωσα το μπουκέτο με τις ορχιδέες τα κρινάκια και τις μαργαρίτες που είχα φτιάξει.

«Δεν πειράζει σε ευχαριστώ πολύ» μου είπε και χάιδεψε τα λιτά μαλλιά μου.

«Ο πατέρας γύρισε;» ψιθύρισε η Σύνθια γιατί είχε αρχίσει η λειτουργία.

«Ναι ισα που προλάβαμε να φύγουμε» η Σύνθια κοίταξε με ένα βλέμμα όλο νόημα την μητέρα μου αλλα δεν κατάλαβα τι εννοούσε. Άρχισα να παρακολουθώ την λειτουργία. Τα πόδια μου δεν ακουμπουσαν στο πάτωμα επειδή το κάθισμα ήταν ψηλό για αυτό άρχισα να τα κουνάω πέρα δώθε. Εκεί που κοιτούσα την λειτουργία γύρισα να δω την μητέρα μου. Παρακολούθησε αμίλητη μαζί με την Μάντυ και την Σύνθια όταν ξαφνικά ένιωσα να ζαλίζομαι. Έκλεισα σφιχτά τα ματια μου με την ελπίδα ότι όταν τα ανοίξω θα είμαι μια χαρά αλλα όταν τα άνοιξα ξανά η ζαλάδα ήταν χειρότερη. Ένιωθα τα πάντα να γυρίζουν γύρω μου. Σιγά σιγά σαν να έχασα τις αισθήσεις μου και όλα μαύρισαν.

Είδα κάτι πολύ παράξενο σαν όνειρο. Ήμουν λέει εγώ αλλα σε πολύ μεγαλύτερη ηλικία μέσα σε μια παλιά μαρμάρινη μπανιέρα και το νερό μου έφτανε μέχρι τα αφτιά. Μονο η μύτη μου προεξείχε όταν ξαφνικά άκουσα πανικόβλητα χτυπήματα στην πόρτα του μπάνιου. Βγήκα από το νερό αλλα για κάποιο λόγο δεν ασχολήθηκα να δω τι ήταν. Και τότε ξύπνησα. Όταν άνοιξα τα ματια μου δεν ζαλιζόμουν πλέον. Ήμουν ακόμα στο κάθισμα μου και η λειτουργία συνεχιζόταν. Η Σύνθια και η Μάντυ κοιτούσαν σαν να μην συμβαίνει τίποτα αλλα η μητέρα μου με κοίταζε.

«Τι έπαθες; σε κοίταξα κάποια στιγμή και είχες κλειστά τα ματια» Τρόμος με κατέκλυσε ήξερα πολύ καλά τι σήμαινε αυτό. Μου είχε συμβεί άλλες δυο φορες στην ζωή. Αρχικά ζαλίζομαι και μετά βλέπω κάτι που τελικά συμβαίνει.

Την πρώτη φορα ήμουν στον κήπο μας και μάζευα με την μητέρα μου φράουλες όταν ξαφνικά ζαλίστηκα και όλα μαύρισαν. Είδα κάτι σαν όνειρο ότι ένα βραχιόλι μου έπεσε και το έχασα στο γρασίδι την ώρα που έτρεχα να προλάβω την Μάντυ επειδή είχε ξεχάσει την ποδιά της. Όταν συνήλθα η μητέρα μου είπε ότι λιποθύμησα και εγώ της εξήγησα τι έγινε. Μετά από μερικές μέρες ήμουν στην κουζίνα και βοηθούσα την Μάντυ με το φαγητό. Όταν τελειωσε πήγε στο σπιτάκι στον κήπο όπου μένει να ξεκουραστεί αλλα ξέχασε την ποδιά της.

Έτσι εγώ έτρεξα να της την δώσω και σκόνταψα και έχασα το βραχιόλι μου. Η μητέρα μου είδε όλα αυτά και παραξενευτηκε γιατί αυτό ακριβώς είχα δει όταν λιποθύμησα. Να βγει ένα όνειρο τόσο αληθινό ήταν πολύ παράξενο.

Η μητέρα μου δεν ασχολήθηκε ιδιαιτερα και είπε πως ήταν ένα τυχαίο γεγονός.

Την δεύτερη φορα έγινε κάτι παρόμοιο και η μητέρα μου σιγουρεύτηκε πλέον ότι κάτι τρέχει. Με πήγε στον γιατρό αλλα δεν μπόρεσε να βρει τίποτα. Θεώρησε ότι έχω κάποιο πρόβλημα ότι μπορεί ακόμα να είμαι και δαιμονισμένη. Αν της ξαναέλεγα ότι κάτι τέτοιο έγινε για τρίτη φορα θα με πήγαινε στον ιερέα και ποιος ξέρει τι θα γινόταν. Άρα αυτό που είδα κάποια στιγμή θα συμβεί ; Δεν μπορούσα να τις πω τι έγινε.

«E συγγνώμη είμαι λίγο κουρασμένη και αποκοιμήθηκα» της είπα ψέματα « Δεν θα το ξανακάνω.» Με κοίταξε δύσπιστα αλλα δεν ασχολήθηκε άλλο.

 Είχαμε άλλες σκοτούρες τώρα. Τι θα κάναμε όταν γυρνάγαμε σπίτι και βρίσκαμε τον μεθυσμένο πατέρα μού Μετά το τέλος της λειτουργίας σηκωθήκαμε και βγήκαμε από την εκκλησια. Μια άμαξα μας περίμενε. Μπήκαμε μέσα και αμέσως ο άμαξας ξεκίνησε. Έκλεισα την κουρτίνα και κοίταξα το πάτωμα. Ευχόμουν να φτάσουμε όσο πιο γρήγορα γίνετε να κοιμηθώ και κανεις άλλος να μην ασχοληθεί μαζί μου.

Είχα τρομοκρατηθεί κυρίως για το όνειρο αλλα και για το πως θα ήταν ο πατέρα μου όταν θα γυρνούσαμε σπίτι. Μόλις φτάσαμε έξω από την καγκελόπορτα του κήπου κατέβηκα με προσοχή με την βοήθεια της μητέρας μου. Η Μάντυ άνοιξε την πόρτα και κρατώντας σφιχτά το χέρι της μητέρας μου πήγαμε προς το σπίτι.

Ο άντρας της Μάντυ ο Τζόρτζ μας άνοιξε την πόρτα. Στο ένα χέρι του κρατούσε ένα δίσκο. Πάνω υπήρχε μια κανατα με κρασί τοκάι η όπως αλλιώς είναι γνωστό αίμα του ταύρου. Από το σαλόνι ερχόντουσαν πολλές φασαρίες. Ένα πράγμα σήμαινε αυτό. Ο πατέρας μου είχε επιστρέψει σπίτι με τους φίλους του και πίνανε ακόμα στο σαλόνι. Αμέσως μόλις μπήκαμε μέσα η Σύνθια με πήρε αγκαλιά και με πήγε στο δωμάτιο μου.

Με την άκρη του ματιού μου καθώς ανεβαίναμε την σκάλα είδα τον πατέρα μου να πίνει από ένα ποτήρι μαζί του ήταν άλλοι πέντε φίλοι του και έπιναν και αυτοί άλλοι από μπουκάλια και κάποιοι από ποτήρια. Μόλις φτάσαμε έξω από την πόρτα του δωματίου μου η Σύνθια με άφησε από την αγκαλιά της και μου άνοιξε την πόρτα. Μπήκα μέσα αφού της έδωσα ένα φιλί στο μάγουλο. Έκατσα στο πάτωμα.

Το δωμάτιο μου ήταν αρκετά μεγάλο. Στο κέντρο είχε ένα μεγάλο κρεβάτι και αριστερά και δεξιά δυο τεραστια παράθυρα που ξεκινούσαν από την οροφή και κατέληγαν στο πάτωμα. Κοίταξα έξω από αυτά χαζεύοντας τον κήπο. Το μονο φως ερχόταν από το σπιτάκι της Μάντυ και του Τζόρτζ. Μετά άρχισα να χαζεύω τα αστέρια. Το πιο μυστήριο και όμορφο πράγμα στον κόσμο. Τα αστέρια πάντα μου θυμίζουν την μητέρα μου.

 Γιατί είναι και εκείνη λαμπερή και αθώα. Χάθηκα μέσα στα λαμπερά άστρα του ουρανού. Τα κοσμήματα του. Όταν ξαφνικά χτύπησε η πόρτα. Μπήκε μέσα η Μάντυ κρατώντας ένα πιάτο με λίγη πίτα. Με βοηθησε να αλλάξω και βγήκε από το δωμάτιο. Εγώ έφαγα αργά την πίτα μου και πριν το καταλάβω αποκοιμήθηκα στο πάτωμα του δωματίου μου.

3 σχόλια:

Marina είπε...

θα ειναι αναλυτικά η ιστορία της μεχρι την μεταμρφωση ή λιγο πιο συνοπτικα??? δεν εχω ξαναδιαβασει ιστορια με την "περιπτωση" της Αλις γι'αυτο κακομοιρι μου το καλο που σου θελω ειναι να συνεχισεις να γραφεις!!!

Α και οσο γραφεις, ο τροπος γραφης σου γινεται καλυτερος. Συνεχισε και καποια μερα θα γινεις.....αψογος!!!

Μακια!!

gerry είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
gerry είπε...

Μαρινα Θα ειναι τελειως αναλυτικα και παροτι η ιστορια βασιζεται σε οσα υπαρχουν στο βιβλιο λυκοφως ολη η υποθεση και οι νεοι χαρακτηρες ειναι δικα μου. Εχω παρει σαν βαση την ιστορια του βιβλιου και οσα εχει πει η Στεφενι και εχω φτιαξει κατι δικο μου.

Ευχαριστω για τα καλα λογια!!!!