BLOGGER TEMPLATES - TWITTER BACKGROUNDS »

Σάββατο 15 Ιανουαρίου 2011

Christmas Gold Dust

                                           

                                              
                                                 2o Mέρος
                                        Αντίστροφη Mέτρηση


Bellas POV
Τα λόγια της Άλις αντηχούσαν ακόμα μέσα στο κεφάλι μου. Ήμουν ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου κοιτώντας την ξύλινη οροφή. Ακόμα δεν μπορούσα να πιστέψω ότι μια ώρα πριν τον είχα δει. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι τον είχα ξαναδεί.

Το βλέμμα μου έπεσε στο ξύλινο κομοδίνο όπου το χαρτάκι με το τηλέφωνο του ξάπλωνε δίπλα μου και ανέμενε να πληκτρολογήσω τον αριθμό. Αύριο το βράδυ θα τον ξαναέβλεπα. Δεν ήξερα πραγματικά εάν όταν με κοιτούσε ένιωθε το ίδιο συναίσθημα που χόρευε κάτω από την δική μου ψυχή, αλλά γιατί η Άλις να πιστέψει ότι είναι ερωτευμένος μαζί μου;

Κοίταξα τον νυχτερινό ουρανό έξω από το παράθυρο. Κάποιες χιονονιφάδες έπεφταν απαλά στο τζαμί του παράθυρου. Προσπάθησα να επικεντρώσω το βλέμμα μου στον παράξενο χορό τους και να τον αφήσω να με αποκοιμίσει αλλά δεν μπορούσα να το κάνω. Όσο σκεφτόμουν ότι θα τον ξαναδώ και ότι υπήρχε έστω και μια παραμικρή περίπτωση να νιώθει το ίδιο που νιώθω και εγώ.

Η λογική έλεγε ότι είναι παράλογο. Ότι δεν γίνετε να είμαι ερωτευμένη με έναν άνθρωπο που ξέρω μόλις δυο ημέρες. Που δεν ξέρω τίποτα για αυτόν. Αλλά η ψυχή μου διαφωνούσε με την λογική.

***

Το πρωί η μυρωδιά από κάτι που ψηνόταν στην κουζίνα με ανάγκασε να σηκωθώ από το κρεβάτι. Ο ήλιος έξω είχε μόλις αρχίσει να βγαίνει. Όλη την νύχτα δεν είχα κοιμηθεί δευτερόλεπτο. Έπρεπε σήμερα να ξεκουραστώ αν ήθελα να μην αποκοιμηθώ στο ταξί καθώς θα πήγαινα να συναντήσω τον Έντουαρντ σήμερα το βράδυ. Στην ανάμνηση του ονόματος του ένιωσα ένα κόμπο να σφίγγεται στο στομάχι μου.

Βγήκα από το δωμάτιο και πήγα προς την κουζίνα. Η Άλις ανακάτευε μια κρέμα σε ένα μπολ και παράλληλα κοιτούσε κάτι που ψηνόταν στον φούρνο. Μύριζε σαν χοιρινό με κάποια γλυκιά σάλτσα.

«Καλημέρα.» είπε τραγουδιστά δίνοντας μου το αλεύρι. Άνοιξα το κρυστάλλινο βάζο και άρχισα να ρίχνω στην κρέμα που ανακάτευε.

«Τι θα κάνεις απόψε;» με ρώτησε κάνοντας μου παράλληλα νόημα να σταματήσω να ρίχνω αλεύρι γιατί η κρέμα είχε αρχίσει να σβολιάζει.

«Εσύ τι λες;» έκανα μια παύση και λες και υπήρχε περίπτωση να απαντήσει στην αυτονόητη ερώτηση μου και συνέχισα. «Θα του τηλεφωνήσω και θα πάμε κάπου για ένα ποτό.» Το είπα υπερβολικά ενθουσιασμένη και συνέχισα να μιλάω διακόπτοντας αυτό που ετοιμαζόταν να πει. «Η απορία είναι τι θα κάνεις εσύ το βραδύ;»

Τέλειωσα την ερώτηση μου τονίζοντας υπερβολικά την λέξη εσύ. Αγνόησε την ερώτηση και συνέχισε αυτό που ετοιμαζόταν να πει πριν την διακόψω.

«Το μεσημέρι θα πρέπει να μαγειρέψεις εσύ. Εγώ δεν έχω χρόνο να μας μαγειρέψω. Πρέπει να ετοιμάσω το δείπνο. Θα καλέσω τον Τζάσπερ για φαγητό.» άφησε την φωνή της να ανέβει μια οκτάβα ανακοινώνοντας τον ενθουσιασμό της.

Ακούμπησε στο πάγκο το μπολ με την κρέμα και έπιασε ένα ταψάκι. Άρχισε να ρίχνει μέσα την κρέμα. Έφυγα από την κουζίνα και κάθισα στο καθιστικό. Δεν είχα ιδέα τι να κάνω για να περάσω την μέρα μέχρι επιτέλους το βράδυ να τον συναντήσω. Τελικά κατέληξα να περάσω την μέρα βοηθώντας την Άλις με την μαγειρική. Τουλάχιστον είχα τα χέρια μου απασχολημένα.

***

Βγήκα από το ταξί αφήνοντας και παραπάνω φιλοδώρημα. Παραπάτησα για λίγο στο πεζοδρόμιο προσπαθώντας να ισορροπήσω πάνω στις πανύψηλες γόβες που μου είχε φορέσει η Άλις με το ζόρι σχεδόν. Κοίταξα τον δρόμο αναζητώντας το bar που θα συναντιόμασταν. Ήταν κοντά στην παναγία των Παρισίων. Κοίταξα τον επιβλητικό καθεδρικό και κατευθύνθηκα προς ένα στενάκι δίπλα. Το bar με περίμενε χωμένο μέσα σε ένα μικρό στενό.

Μπήκα μέσα κοιτώντας το πλήθος που χόρευε στην αίθουσα. Ήταν σαν μια συμπαγής μάζα που χοροπηδούσε στον ρυθμό της μουσικής. Αναζήτησα με το βλέμμα μου τον Έντουαρντ καθώς άφηνα στην υποδοχή το λευκό παλτό μου. Δεν μπορούσα να διακρίνω τίποτα περισσότερο από τον κόσμο που στριμωχνόταν για να χορέψουν. Το λιγοστό φως ερχόταν από μια μπάλα της ντίσκο που γυρνούσε συνεχώς στην οροφή.

Χώθηκα μέσα στο πλήθος προσπαθώντας να το διαπεράσω και παράλληλα να ισορροπήσω πάνω στις γόβες. Παραπάτησα και κατέληξα στο πάτωμα. Σηκώθηκα με πολύ δυσκολία ισιώνοντας το κόκκινο φόρεμα μου. Έσκυψα και έβγαλα τις γόβες μου. Τις κράτησα στα χέρια και ξυπόλητη πλέον πήγα προς της μπάρα. Ένας νεαρός που ανακάτευε κοκτέιλ με χαιρέτησε μόλις κάθισα σε μια από τις ψηλές καρέκλες που πλαισίωναν τον μακρύ πάγκο. Κοίταξα τριγύρω αναζητώντας τα πράσινα μάτια του αλλά δεν μπορούσα να διακρίνω τίποτα περισσότερο από μορφές.

Είδα κάποιον να με πλησιάζει. Κάθισε δίπλα μου και με κοίταξε σαν να ετοιμαζόταν να με φάει. σηκώθηκα και κάθισα πιο πέρα. Και τότε τον είδα να μπαίνει. Κάθε φορά που τον αντίκριζα ήταν σαν ο χρόνος να σταματούσε. Μπορούσα να δω τις μορφές σταματημένες στο αέρα καθώς ετοιμάζονταν να πέσουν στο έδαφος έπειτα από ένα ακόμα χοροπηδητό στον ρυθμό της μουσικής.

Το μόνο που είχε σημασία ήταν τα χαλκόχρυσα μαλλιά του καθώς ανέμιζαν πλησιάζοντας με. Το αχανές βάθος στα πράσινα μάτια του. Ήρθε και κάθισε δίπλα μου μην μπορώντας να μιλήσει για ένα δευτερόλεπτο. Όπως και εγώ έτσι και εκείνος δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη σαν να είχε μαγευτεί από την ίδια του την ομορφιά. Τα λόγια τη Άλις πέρασαν για ένα δευτερόλεπτο από το μυαλό μου. Αν δεν μπορούσε να μιλήσει μαγεμένος από την δίκια μου ομορφιά στα δικά του μάτια;

Αποκλείεται να ήταν ερωτευμένος μαζί μου είπα στον εαυτό μου ξανά και ξανά επαναφέροντας τον στην πραγματικότητα. Τον άφηνα ξανά να τρέφει φρούδες ελπίδες.

«Λοιπόν;» κατάφερα να ψελλίσω.

«Γεια σου Μπέλλα.» είπε το όνομα μου αργά σαν να μην ήθελε να το αφήσει να πέσει από τα χείλη του. «Λοιπόν σήμερα θα μπορέσω να μάθω περισσότερα για εσένα. Ή το αντίστροφο.» είπε χαμογελώντας.

«Λοιπόν εγώ σπουδάζω στο Παρίσι. Τώρα θα κλείσω το τρίτο έτος. Εσύ δουλεύεις κάπου;» Δε απάντησε αμέσως. Σαν να δίσταζε, σαν να είχα θίξει την μόνη ερώτηση που δεν μπορούσε να απαντήσει. Ή απλά σαν να κατάταξε τις σκέψεις στο μυαλό του.

Κοίταζε τα ποτά πίσω από τον πάγκο καθώς μιλούσε. Σαν να φοβόταν να με κοιτάζει στα μάτια. «Σπουδάζω και εγώ.» είπε τελικά.

«Εδώ στο Παρίσι;» ρώτησα αμέσως. Τον είδα να με κοιτάζει λίγο σαν να φοβόταν να μιλήσει αλλά τελικά άρθρωσε τις λέξεις. Με χτύπησαν σαν την πιο δυνατή χιονοθύελλα που έχει περάσει ποτέ από την γη.

«Δεν σπουδάζω στο Παρίσι Μπέλλα.» τον κοίταξα στασιασμένη πονώντας ακόμα από την χιονοθύελλα που είχε ξεσπάσει πάνω μου.

«Που σπουδάζεις;» κατάφερα να ψιθυρίσω.

«Στην Νέα Υόρκη.» είπε αμέσως σαν να ήθελε να το βγάλει από μέσα του. Τον κοίταξα σαστισμένη. Το βλέμμα μου έμεινε πάνω στα χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια που ήταν πλεγμένα γύρω από την κουπαστή που πλαισίωνε τον πάγκο.

«Δηλαδή είσαι εδώ μόνο για λίγο εννοώ σαν τουρίστας;» τα λόγια με πονούσαν καθώς έβγαιναν από τα χείλη μου. Κάθε λέξη χτύπησε μέσα μου με δύναμη.

«Όχι ακριβώς. Είμαι εδώ για δυο μήνες. Ήρθα για κάποια εργασία σχετικά με την σχολή.» έκανε μια παύση αφήνοντας το χρόνο να κυλήσει σαν δροσερό ρυάκι μέσα από τα λόγια που θα επακολουθούσαν ξεπλένοντας τα. «Θα φύγω πίσω για την Νέα Υόρκη την παραμονή πρωτοχρονιάς.» Τα λόγια με το ζόρι βγήκαν μέσα από τα δόντια του.

Σε λιγότερο από δυο εβδομάδες ψιθύρισα στον εαυτό μου για να χωνέψει καλύτερα ότι το θαύμα των Χριστουγέννων είχε γίνει ήδη μια φορά. Τον είχα ξαναδεί. Θα ήταν παράλογο στην ισορροπία μεταξύ της τάξης των πραγμάτων να ξανασυμβεί.

«Δηλαδή μετά θα φύγεις;»

«Ναι.» ψιθύρισε. Έγνεψα αποφασιστικά στον εαυτό μου. Θα ζούσα την κάθε στιγμή αφήνοντας την σκέψη ότι θα έφευγε θαμμένη στο μυαλό μου.

«Και-» προσπάθησα να βρω ένα θέμα για να αλλάξω κουβέντα. «Έχεις αδέρφια;»

«Ναι έχω έναν αδερφό τον Έμετ. Ζει με του γονείς μου Έσμι και Καρλάιλ στο Λονδίνο.» Το είπε με χαρά που είχαμε αλλάξει επιτέλους κουβέντα.

Η βραδιά κύλησε πολύ ευχάριστα. Από την στιγμή και έπειτα που είχα θάψει πολύ βαθιά μέσα μου το γεγονός ότι μας απόμεναν δυο εβδομάδες όλα ήταν υπέροχα.

***

Γύρισα το κλειδί στην κλειδαριά. Από μέσα ακουγόταν θόρυβος. Άνοιξα την πόρτα και άφησα την ζεστασιά του σπιτιού να με κατακλείσει. Στα χείλη μου είχα ακόμα την γλύκα μιας μοναδικής βραδιάς. Όσο ήταν θαμμένο βεβαία μέσα μου το γεγονός ότι απέμεναν δυο εβδομάδες.

Έκλεισα πίσω μου την πόρτα και ανέβηκα την σκάλα. Είδα την Άλις στην τραπεζαρία να μαζεύει δυο κεριά.

«Πως πήγε;» ρώτησα. Την είδα να ξαφνιάζεται. Δεν είχε καταλάβει ότι είχα επιστρέψει.

«Εγώ θα έπρεπε να το ρωτήσω αυτό.» είπε με ένα χαμόγελο στα χείλη της.

«Υπέροχα.» είπα. Το χαμόγελο πάγωσε στα χείλη μου. Θα έφευγε σε δυο εβδομάδες. Η σκέψη δεν μπόρεσε να μείνει άλλο θαμμένη μέσα στο μυαλό μου. ξεπήδησε καταστρέφοντας την όμορφη γεύση της βραδιάς.

«Δηλαδή σχεδόν.»

«Τι συνέβη;» ρώτησε η Άλις αφήνοντας ξανά στο τραπέζι τα πιάτα που είχε μόλις σηκώσει.

«Λοιπόν περάσαμε υπέροχα. Συζητήσαμε για όλα τα ενδιαφέροντα μας έμαθα πολλά για αυτόν.» τελείωσα την πρόταση αφήνοντας την ανολοκλήρωτη.

«Σπουδάζει;» ρώτησε με ενθουσιασμό η Άλις. Δεν απάντησα κοίταξα για λίγο το πάτωμα και έπειτα την κοίταξα στα μάτια.

«Ναι.» είπα τελικά εντελώς κοφτά και κοιτάζοντας ξανά το πάτωμα.

«Τι σπουδάζει;» συνέχισε η Άλις τις ερωτήσεις γεμάτη ανυπομονησία. Δεν απάντησα. Έκλεισα σφιχτά τα μάτια και προσπάθησα να πείσω τον εαυτό μου πως όλα τελειώνουν εδώ. Σε δυο εβδομάδες δεν θα ήταν εδώ πλέον.

«Άλις σε δυο εβδομάδες θα φύγει.» η φωνή μου έσπασε στο τέλος και με τα δάκρυα να αυλακώνουν τα μάγουλα μου συνέχισα «Σπουδάζει στην Νέα Υόρκη.» την είδα να με κοιτάει σαστισμένη. Ήρθε και έβαλε τα χέρια της γύρω από τους ώμους μου.

«Μπέλλα δεν πειράζει έτσι και αλλιώς ούτε καν τον ξέρεις. Απορώ πως έστω πίστεψες ότι τον έχεις ερωτευτεί με μια μόνο ματιά.

Η Άλις είχε δίκιο. Αποδεικνυόταν για μια ακόμη φορά πως οι ρομαντικές κομεντί έκαναν λάθος. Ακόμα και αφού τον είχα συναντήσει ξανά ακόμα και αν ήταν ερωτευμένος μαζί μου όπως πιστεύει η Άλις θα ερχόταν κάποιο εμπόδιο να καταστρέψει το παραμύθι. Απελευθερώθηκα από τα χέρι της και πήγα στο καθιστικό. Κάθισα στον καναπέ και κοίταξα τα λαμπιόνια καθώς αναβόσβηναν γύρω από τα κλαδιά.

Τα μάτια μου θόλωναν από τα δάκρυα. η Άλις δεν ήρθε να με παρηγορήσει. Ήξερε πως θα το έκανε χειρότερο. Δεν μπορούσα να αφήσω αυτό να με στεναχωρήσει. Θα ζούσα την κάθε στιγμή μαζί του και όταν έφευγε θα ήταν μόνο μια ευχάριστη ανάμνηση. Η πιο ευχάριστη της ζωής μου.

Το κινητό μου δονήθηκε στην τσέπη μου αποσπώντας με από τις σκέψεις μου. Κοίταξα την αναγνώριση κλήσης. Ο αριθμός του. Σκούπισα με το λευκό παλτό μου τα δάκρυα μου και τίναξα μακριά από τα πόδια μου τα γοβάκια.

«Παρακαλώ;»

«Ε Μπέλλα ξέρεις-» δεν ολοκλήρωσε την πρόταση σαν να δίσταζε. Συνέχισε αργά αργά ζυγιάζοντας την κάθε λέξη. «Σκεφτόμουν αν θέλεις και δεν έχεις κάτι καλύτερο να κάνεις να συναντηθούμε αύριο ξανά.»

«Φυσικά.» απάντησα εμφανώς ενθουσιασμένη. «θα τα πούμε αύριο στις δέκα.» έκλεισα το τηλέφωνο και ξάπλωσα στον καναπέ. Αυτό θα έκανα. Θα ζούσα την κάθε στιγμή. Ακόμα και όταν του μιλούσα ένιωθα αυτόν τον ηλεκτρισμό να περνάει από μέσα μου. Έπρεπε να το παραδεχτώ. Ήμουν ερωτευμένη μαζί του. Αποκοιμήθηκα αφήνοντας τον ρυθμό των λαμπιονιών καθώς αναβόσβηναν να με νανουρίσει.

***

Οι επόμενες μέρες μέχρι και την παραμονή Χριστουγέννων κύλησαν ακριβώς με τον ίδιο τρόπο. Κάθε βράδυ συναντιόμασταν στο bar και ένιωθα όλο και πιο ερωτευμένη μαζί του. Είχα σφραγίσει ερμητικά την σκέψη ότι μας απόμεναν δυο εβδομάδες και απλά απολάμβανα την κάθε απλή στιγμή. Σύμφωνα με όσα περιέγραφα στην Άλις επέμενε ότι και εκείνος είναι τρελά ερωτευμένος μαζί μου. Κάθε στιγμή που περνούσε πίστευα ακόμα περισσότερο στις ρομαντικές κομεντί. Είχαμε γίνει οι καλύτεροι φίλοι. Ίσως και κάτι παραπάνω. Αν και ακόμα δεν είχα τολμήσει να του πω πως ένιωθα για εκείνον. Ακόμα δεν ήμουν ούτε εγώ σίγουρη.

Έτσι κύλησαν όλες οι μέρες μέχρι και την προπαραμονή Χριστουγέννων. Καθόμασταν στο bar πίνοντας δυο κοκτέιλ φράουλα. Για μια ακόμη φορά επέμεινε να πάρει ότι και εγώ και πλήρωσε αυτός στο τέλος.

«Αύριο τι θα κάνουμε;» ρώτησα με το βλέμμα μου καρφωμένο στην άβυσσο των δικών του πράσινων ματιών. «Σκεφτόμουν να κάνουμε κάτι πιο ιδιαίτερο μιας και είναι παραμονή Χριστουγέννων.» συμπλήρωσα.

«Θέλεις να πάμε κάπου να φάμε;» ρώτησε.

«Όχι σκεφτόμουν κάτι πιο ζεστό. Μπορούμε να καθίσουμε στο σπίτι μου στον καναπέ και να δούμε κάποια ταινία.» Η Άλις έτσι και αλλιώς είχε κανονίσει να βγει με τον Τζάσπερ οπότε το σπίτι θα ήταν άδειο.

«Ωραία λοιπόν θέλεις να περάσω αύριο από το σπίτι σου κατά τις εννέα;» ρώτησε και δεν μπόρεσε να κρύψει μια νότα ενθουσιασμού που χόρευε στην φωνή του. Έβγαλα το χαρτί που είχε γράψει το τηλέφωνο του την βραδιά στο εστιατόριο και σημείωσα με ένα στύλο την διεύθυνση. Πήρε το χαρτάκι και το έβαλε στην τσέπη του.

Από εκείνο το δευτερόλεπτο και μετά μέχρι και να του ανοίξω την πόρτα το επόμενο βράδυ η ανυπομονησία ήταν το κυριότερο συναίσθημα που ένιωθα. Μόλις άνοιξα την πόρτα αντίκρισα τα υπέροχα ρούχα που φορούσε. Ένα λευκό λιτό πουκάμισο και ένα τζιν παντελόνι. Με ακολούθησε ανεβαίνοντας την σκάλα. Καθίσαμε στον καναπέ. πήρα το χειριστήριο δίνοντας εντολή να αρχίσει η ταινία.

Είχα νοικιάσει εκείνο το πρωί το christmas carol. Στην αρχή δεν παρακολουθούσα. Το βλέμμα μου είχε μαγνητιστεί από το αχανές βάθος των ματιών του. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι θα έφευγε σε λιγότερο από μια εβδομάδα. Την παραμονή πρωτοχρονιάς. Σχεδόν σε πέντε μέρες. Γύρισα ξανά το βλέμμα μου προς την οθόνη διώχνοντας με το ζόρι αυτήν την σκέψη από μέσα μου. Προσπάθησα να παρακολουθήσω τον πρωταγωνιστή καθώς μιλούσε σε ένα άλλο πρόσωπο αλλά δεν μπορούσα να προσέξω την εικόνα που προβαλλόταν στην οθόνη όταν ένιωθα την ζέστη του κορμιού του δίπλα μου. Απέμεναν πέντε μέρες. Θα της έκανα τις πιο ευτυχισμένες στην ζωή μου.

Μην ξέροντας τι θα μπορούσα να προκαλέσω με τα λόγια μου στο εαυτό μου όταν θα έφευγε άρθρωσα τις λέξεις.

«Έντουαρντ.» γύρισε να με κοιτάξει. άρθρωσα τις λέξεις μην αντέχοντας να τις κρατάω άλλο. «Σ' αγαπώ.» οι λέξεις αιωρήθηκαν στον αέρα. Με κοίταξε. Δεν μιλούσε αλλά μπορούσα να δω μια μικρή στιγμιαία σπίθα να πετάγεται ανάμεσα σε εκείνη την άβυσσο του πράσινου στα μάτια του. Έπειτα με το βλέμμα του έδειξε την οροφή.

Ένα κλαδί από γκι κρεμόταν από ένα δοκάρι της ξύλινης στέγης. Δεν μίλησε. Απλά με πλησίασε και τα χείλη του ανεπαίσθητα άγγιξαν τα δικά μου. Ρούφηξα την γλυκιά αίσθηση που ένιωθα καθώς τον φιλούσα. τα χείλη μας είχαν γίνει ένα. Απομακρύνθηκε και κάρφωσε το βλέμμα του στο δικό μου. Ένιωσα τα μάγουλα μου να καίνε και η ζέστη των χειλιών του χάιδευε ακόμη τα δικά μου. Η Άλις είχε δίκιο. Ήταν ερωτευμένος μαζί μου.

Τα χείλη μας ενώθηκαν ξανά και με τα δάχτυλα του απαλά σαν να φοβόταν μην με πληγώσει έβγαλε το κόκκινο πουλόβερ που φορούσα. Τα δάχτυλα μου βρέθηκαν να παίζουν με τα κουμπιά του πουκαμίσου του. Το ξεκούμπωσα τελείως και το έβγαλα από πάνω του. Η θέα του γυμνού κορμιού του με μάγεψε. Τα χείλη μου απομακρύνθηκαν από τα δικά του και χάζεψα το μοναδικά σμιλεμένο του σώμα.

Συνεχίζοντας να φιλάω με πάθος τα χείλη του ξεκούμπωσα το εσώρουχο μου. Το αφαίρεσα με απλές κινήσεις χωρίς να δίνω σημασία στο τι έκανα. Σημασία τώρα είχε μόνο εκείνος και τα χείλη του που άγγιζαν με αγάπη τα δικά μου. Φορώντας πλέον μόνο το τζιν μου όπως και εκείνος άφησα τον έαυτο μου να κολλήσει πάνω του. Ένιωθε και ένιωθα κάθε πτυχή του σώματος μας καθώς αγγιζόταν. Σχεδόν είχαμε γίνει ένα.

Ξεκούμπωσα το τζιν μου και το πέταξα χωρίς να κοιτάω στο πάτωμα. Σταμάτησα να τον φιλάω και άφησα το χνότο μου να χαϊδέψει τον λαιμό του. Με κοίταξε και άρθρωσε την πρώτη λέξη που άκουσα από τα χείλη του από την στιγμή που οι λέξεις σ' αγαπώ βγήκαν από τα δικά μου.

«Κι εγώ.» το είπε με λιτότητα σαν να το ήξερε πολύ καιρό. Σαν να το ήξερε από την πρώτη στιγμή που τον συνάντησα. Από όταν έγραψε με καλλιγραφικά γράμματα τον αριθμό του πάνω στο μικρό χαρτάκι που έβγαλε από την τσέπη του. Από όταν με άκουσε να αρθρώνω δυνατά τα συναισθήματα που και εκείνος ένιωθε, επιβεβαιώνοντας ότι νιώθω το ίδιο με αυτόν. Με είχε προειδοποιήσει ότι θα φύγει πληγώνοντας τον ίδιο του τον εαυτό φοβούμενος μην πληγώσει έμενα.

Η ζεστή του ανάσα χτύπησε πάνω μου καθώς άρθρωσε αυτές τις μοναδικές λέξεις. Είδα τα δάχτυλα του να ξεκουμπώνουν το παντελόνι του. Το έβγαλε και χωρίς να μιλήσει αφαίρεσε τελείως και το εσώρουχο του αφήνοντας το γυμνό σώμα του τελείως ακάλυπτο. Το βλέμμα μου χάιδεψε το σώμα του στο παραμικρό σημείο. Κόλλησα περισσότερο το σώμα μου πάνω του και ένιωσα μέσα από το λεπτό ύφασμα του εσώρουχου, την επιθυμία μου για εκείνον να εκδηλώνεται.

Τα δάχτυλα μου άγγιξαν την δαντέλα και τον παρακάλεσα με το βλέμμα μου να αφαιρέσει το εσώρουχο μου. Έπιασε απαλά με τα χέρια του τα δικά μου και το κατέβασε μέχρι κάτω πετώντας το στο πάτωμα. Κόλλησα το κορμί μου πάνω του και άγγιξα απαλά τα χείλη του με το δάχτυλο μου. Τα δικά μου χείλη έδωσαν ένα απαλό φιλί στον λαιμό του και άρχισα να καταβαίνω με τα χείλη μου αγγίζοντας κάθε σημείο του σμιλεμένου σώματος του. Μόλις έφτασα λίγο πιο πάνω από το αφαλό απομακρύνθηκα και του έδωσα ένα ακόμα απαλό φιλί στον λαιμό.

Το φύλο μου άρχισε ήδη να αναζητεί το δικό του και ένιωσα το συναίσθημα που περνούσε ανάμεσα από τα βλέμματα μας την πρώτη φορά που τον είδα, να διατρέχει ολόκληρο το κορμί μου. Τον ποθούσα όσο τίποτε άλλο. Πριν αγγίξω ξανά τα χείλη του ευχήθηκα, έχοντας προσηλωμένο το βλέμμα μου στην χρυσόσκονη που στόλιζε τα κλαδιά του χριστουγεννιάτικου δέντρου για να μην αποπροσανατολιστώ από το βλέμμα του, να πάγωνε ο χρόνος.

Να έμενα εκεί κολλημένη στην αγκαλιά του νιώθοντας την θέρμη του σώματος του να αγκαλιάζει το δικό μου. Όταν θα έφευγε και εγώ θα έμενα πίσω θα περνούσα τις πιο δύσκολες στιγμές της ζωής μου. Γιατί θα πονούσα που τον έχασα. Ο πόθος συγκλόνισε τις σκέψεις μου και άφησα τον εαυτό μου να τον αποζητήσει. Η ευχή μου ακουγόταν ακόμα μέσα στο κεφάλι μου καθώς του έδινα ένα φιλί για να τον ενθαρρύνω να συνεχίσει.

Τα φύλα μας ενώθηκαν σαν να ήταν φτιαγμένα ακριβώς για αυτό. Ένιωσα την θέρμη συνδυασμένη με ένα ηλεκτρικό κύμα, σαν να με χτύπησε κεραυνός, να διαπερνάει το κορμί μου. Ξάπλωσα πίσω ακλουθώντας στις κινήσεις του σώματος του καθώς έμπαινε όλο και πιο βαθιά μέσα μου.

Άφησα μια μικρή κραυγή ευχαρίστησης να πλημμυρίσει τα χείλη μου. Την έσβησε με ένα φιλί. Έκλεισα τα μάτια μου και ευχήθηκα όσο πιο δυνατά μπορούσα σχεδόν ουρλιάζοντας μέσα στο κεφάλι μου να έμενε για πάντα μαζί μου. Καθώς έφτανε στην ολοκλήρωση άφησε ένα μικρό επιφώνημα πόθου που πλημμύριζε με αγάπη να ξεφύγει από τα χείλη του.

Έπειτα η ηδονή συγκλόνισε τα πάντα μέσα μου και το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν πόσο ερωτευμένη ήμουν μαζί του. Άφησα το κεφάλι του να ξεκουραστεί πάνω μου χαϊδεύοντας με τα χέρια μου τα μαλλιά του. Ένιωσα ένα κύμα να μας διαπερνά. Ήμασταν πλασμένοι ο ένας για τον άλλο.

«Σ’ αγαπώ.» ψιθύρισε και άγγιξε απαλά τα χείλη του με τα δικά μου.

***

Ξύπνησα το πρωί από τον ήλιο που μπήκε από την μεγάλη τζαμαρία του καθιστικού. Ήμουν ξαπλωμένη στον καναπέ φορώντας μόνο τα εσώρουχα. Κοίταξα για τον Έντουαρντ αλλά δεν ήταν στο δωμάτιο. Σηκώθηκα διώχνοντας τα μαλλιά από τα μάτια μου. Είχα ερωτευτεί κάποιον που μετά βίας ήξερα. Η σκέψη αυτή κυριαρχούσε σε κάθε γωνία του μυαλού μου.

Αλλά ήμουν σίγουρη πλέον για αυτό. Τον είχα ερωτευτεί. Βγήκα στο διάδρομο. Από την κουζίνα δεν ακουγόταν τίποτα. Η Άλις η δεν είχε γυρίσει ή ήταν ακόμη ξαπλωμένη. Κοίταξα το ρολόι που ήταν κρεμασμένο πάνω από την σκάλα. Οι δείχτες έδειχναν δέκα και μισή. Ήταν πολύ αργά για την Άλις. Έπρεπε ήδη να είχε ξυπνήσει. Κοίταξα την κρεμάστρα. Το παλτό που φορούσε χθες ήταν κρεμασμένο ανάμεσα στα αλλά. Έλειπε μόνο το μαύρο γιλέκο της.

Είχε ήδη ξυπνήσει και είχε βγει. Γύρισα στο καθιστικό. Ο Έντουαρντ είχε φύγει και αυτός; Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι χθες το βράδυ κοιμήθηκα φιλώντας τα χείλη του. Κοίταξα το καθιστικό και αντίκρισα πάνω σε ένα κλαδί του δέντρου ένα χαρτί. Ήταν εκείνο που είχε γράψει το τηλέφωνο μου την νύχτα στο εστιατόριο. Και από κάτω εγώ είχα γράψει με μεγάλα αδέξια γράμματα την διεύθυνση του σπιτιού. Το γύρισα από την άλλη και είδα με τα γράμματα του Έντουαρντ ένα μήνυμα.

‘Συγγνώμη έπρεπε να φύγω. Πρέπει να περάσω από την βιβλιοθήκη για να τελειώσω την εργασία για την σχολή. Εξάλλου σε τέσσερις μέρες θα φύγω.’

Σε εκείνο το σημείο τα γράμματα γίνονταν πιο δυσνόητα σαν να μην ήθελε να αναφέρει το γεγονός ότι θα έπρεπε να γύρισει πίσω στην νέα Υόρκη. Συνέχισα την ανάγνωση του μηνύματος.

‘Θα τα πούμε το βράδυ κάτω από την παναγία των Παρισίων στις δέκα παρά πέντε. Έχει πανσέληνο’

Απέμεινα να κοιτάω το μήνυμα και ήδη άρχισα να νιώθω την ανυπομονησία να κατακλύζει το σώμα μου. Κάτω από το μήνυμα του Έντουαρντ διέκρινα ένα άλλο με τα ευδιάκριτα γράμματα της Άλις.

‘Ελπίζω να πέρασες υπέροχα. Έχω πάει για ψώνια. Πρέπει να φορέσω κάτι πανέμορφο το βράδυ. Θα λείπεις από το σπίτι και σκέφτηκα να καλέσω τον Τζάσπερ.’

Από δίπλα ήταν ζωγραφισμένο ένα μικρό χαμογελαστό πρόσωπο που έκλεινε το ένα μάτι. Δεν είχα ιδέα τι ώρα γύρισε η Άλις. Πρέπει να με είδε με τα εσώρουχα αγκαλιά με τον Έντουαρντ. Προσπάθησα να θυμηθώ τι φορούσε ο Έντουαρντ χθες το βράδυ λίγο πριν αποκοιμηθώ. Μα ναι δεν φορούσε τίποτα.

Αιώνια Άλις, σκέφτηκα χαμογελαστά και άφησα ξανά το μήνυμα στο κλαδί του δέντρου. Δεν μπορούσε να είναι λίγο διακριτική; Πέρασα την υπόλοιπη μέρα περιμένοντας την Άλις να γυρίσει. Προσπάθησα να φτιάξω κάτι που όπως ανέφερε το βιβλίο συνταγών ήταν ραβιόλι με μανιτάρια. Το αποτέλεσμα ούτε καν πλησίαζε με αυτό που έδειχνε η φωτογραφία. Απέμεινα να τρώω όταν άκουσα την εξώπορτα να ανοίγει.

Είδα την Άλις να ανεβαίνει την σκάλα κρατώντας πολλές τσάντες με ψώνια. Ξεχώρισε μια μαύρη που απέξω έγραφε με χρυσά γράμματα : Armani.

«Σου πήρα κάτι και για το βράδυ.» είπε ενθουσιασμένα.

«Άλις-» δεν ολοκλήρωσα το κήρυγμα που ετοιμαζόμουν να της κάνω. Δεν πρόκειται να καταλάβαινε ποτέ. Και ειδικά σήμερα δεν ήθελα να τσακωθώ μαζί της για την τεράστια σπάταλη χρημάτων που κάνει αγοράζοντας πανάκριβα ρούχα που δεν θα ξαναφορούσα ποτέ.

Πέρασα το υπόλοιπο απόγευμα προσπαθώντας να αφηγηθώ στην Άλις ότι έγινε χθες το βράδυ παραλείποντας τι έγινε με έμενα και τον Έντουαρντ αν και έδειχνε να γνωρίζει εφόσον τον είχε δει να κοιμάται γυμνός στην αγκαλιά μου ενώ εγώ ήμουν με τα εσώρουχα. Ήλπιζα να μην είχε δει τίποτα η έστω να ήταν διακριτική και να γύρισε αλλού το βλέμμα της. Δεν μπορούσα όμως να κάνω κήρυγμα στην άλλης. Όχι τώρα.

Ανυπομονούσα να τον ξαναδώ. Τα δυσδιάκριτα όμως γράμματα που ήταν αποτυπωμένα πάνω στο χαρτάκι που στόλιζε ένα κλαδί του χριστουγεννιάτικου ελάτου που υπενθύμιζαν ότι απέμεναν μόνο τέσσερις μέρες.

***

Βγήκα από το ταξί με μόνο φως το φεγγαρόφωτο και διέσχισα την πλατεία έξω από το καθεδρικό. Τον είδα να κάθεται στα μαρμάρινα σκαλιά και να με κοιτάει καθώς φορούσα το κοντό μαύρο φόρεμα που μου είχε πάρει η Άλις. Ήταν τόσο στενό που σχεδόν ήταν σαν δεύτερο δέρμα μου.

Έπλεξα αμήχανα τα χέρια μου γύρω από το κολιέ με τα μπριγιάν που φορούσα στο λαιμό μου. Κάθισα δίπλα του κοιτάζοντας ότι και αυτός. Την πανσέληνο.

«Μπέλλα.» ξεκίνησε πρώτος. Διέκρινα στην μεθυστική φωνή του ένα τόνο διστακτικότητας. Σαν να μην ήθελε να αρθρώσει τις λέξεις που θα ακολουθούσαν. Σαν κάποιος να τον ανάγκαζε.

«Σε λιγότερο από τέσσερις μέρες.» έκανε μια παύση σαν να σκεφτόταν αφήνοντας με να καταλάβω ποιος τον ανάγκαζε. Η μοίρα. Τον άκουσα καθώς συνέχιζε με όλο και πιο διστακτικό τόνο.

«Σε τρεις σχεδόν πλέον, θα φύγω. Πρέπει να γυρίσω πίσω. Οπότε-» Δεν συνέχισε την φράση του. Κοίταξε την πανσέληνο και έπειτα εμένα. Δεν μπορούσα να μιλήσω. Ήξερα τι ετοιμαζόταν να πει και ήταν προφανές πως δεν ήθελε ούτε ο ίδιος να το κάνει.

«Μήπως είναι καλύτερα να σταματήσουμε εδώ;» συνέχισε και τα λόγια βγήκαν από το στόμα του σαν να πονούσε καθώς έλεγε την κάθε συλλαβή. «Ήδη όταν θα φύγω θα νιώσω πιο μόνος από ποτέ. Πιο πληγωμένος από ποτέ γιατί θα αφήνω ένα κομμάτι μου πίσω. Όσο πιο περισσότερο προχωράμε τόσο πιο πολύ θα πονάω μετά καθώς σε αποχωρίζομαι.»

Είχε δίκιο για το ήξερα ότι και εγώ θα πονούσα το ίδιο.

«Το ξέρω.» είπα ψιθυριστά σαν να μην ήθελα να ενοχλήσω το φως της πανσέληνου καθώς κατέβαινε σε εμάς.

«Πονάω ακριβώς το ίδιο.» Απομείναμε να μην κοιτιόμαστε. Ψιθύρισε τις τελευταίες λέξεις πριν φύγει με πολύ δυσκολία σαν ένας κόμπος στον λαιμό του να απειλούσε να τον πνίξει.

«Φεύγω την Κυριακή το βράδυ στη δώδεκα ακριβως.» Τα λόγια αιωρήθηκαν στον αέρα για αρκετή ώρα πριν τελικά απαντήσω.

«Δηλαδή θα αλλάξεις τον χρόνο μέσα σε ένα αεροπλάνο;» τα λόγια ίσα που ακούστηκαν καθώς τα μουρμούριζα μέσα από τα χείλη μου.

«Όπως φαίνεται.» είπε και έκλεισε τα μάτια του. Έστρεψα ξανά το βλέμμα προς την σελήνη και έκλεισα για ένα δευτερόλεπτο και τα δικά μου.

Αντί για σκοτάδι όμως είδα κάτι να λαμπυρίζει σαν κάποιος να έριξε μέσα στο σκοτάδι μια χούφτα χρυσόσκονη. Όταν άνοιξα τα μάτια μου δεν ήταν εκεί.

***

Έπρεπε να είχα προετοιμάσει τον εαυτό μου καθώς το ήξερα από την αρχή. Εκείνη την νύχτα στο bar μου το είπε και ήξερε και ο ίδιος πως έπρεπε να τελειώσει. Αλλά ποιος από τους δυο μπορούσε να πληγώσει τον εαυτό του; Τελικά το έκανε ο Έντουαρντ. Μόνο που πλέον πλήγωνε και εμένα το ίδιο. Αλλά είχε δίκιο. Κάθε λεπτό που περνάει κάνει τον πόνο που θα νιώθαμε μετά μεγαλύτερο.

Τις τελευταίες τρεις μέρες ήμουν συνεχώς στην ίδια κατάσταση. Κυκλοφορούσα γύρω γύρω προσπαθώντας να δείχνω χαρούμενη ειδικά σήμερα που ήταν παραμονή πρωτοχρονιάς αλλά δεν τα κατάφερνα και πολύ καλά. Η Άλις έκανε ότι μπορούσε για να με παρηγορήσει αλλά ήξερε πως ένιωθα. Όπως ακριβώς θα νιώθε και εκείνη αν έφευγε ο Τζάσπερ και ήξερε ότι δεν θα τον ξαναέβλεπε ποτέ ξανά. Όσο και αν προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου να τον ξεχάσει ήταν μάταιο. Παρότι είχα προετοιμαστεί από την αρχή.

Καθόμουν δίπλα στην Άλις που προσπαθούσε όρθια μπροστά στον καθρέπτη της να αποφασίσει τι θα φορούσε απόψε που θα περνούσε την πρωτοχρονιά με τον Τζάσπερ. Είχε καλέσει και εμένα και παρότι επέμενε να την ακολουθήσω αρνήθηκα. Προτιμούσα να περάσω την βραδιά στο σπίτι παρά με τον Τζάσπερ και την Άλις να μου θυμίζουν ακόμα περισσότερο πόσο μόνη είμαι.

«Λοιπόν τελικά να βάλω αυτό-» μου έδειξε το κόκκινο μακρύ φόρεμα που κρατούσε και συνέχισε τείνοντας το άλλο φόρεμα που κρατούσε στο άλλο χέρι «Ή αυτό;»

«Άλις δεν ξέρω πραγματικά και τα δυο είναι πολύ όμορφα. Φόρεσε όποιο νομίζεις εσύ.» είπα κοφτά και γύρισα ξανά το βλέμμα μου στο πάτωμα. Άφησε τα φορέματα πάνω στην καρέκλα και κάθισε δίπλα μου στο κρεβάτι. Τύλιξε το χέρι της γύρω από τον ώμο μου.

«Μπέλλα το ήξερες ότι θα έφευγε. Δεν μπορείς πλέον να κάνεις κάτι. Δεν είναι προτιμότερο να συνεχίσεις την ζωή σου ευτυχισμένη από το να αλλάξεις τον χρόνο έτσι;» έδειξε με το χέρι της εμένα. Είχε δίκιο. Έπρεπε να κάνω κάτι να το ξεχάσω.

Όλο το υπόλοιπο απόγευμα μέχρι και την στιγμή που η Άλις έφυγε προσπάθησα εκτός από το να δείχνω χαρούμενη να νιώθω κιόλας. Μόλις έφυγε κάθισα στον καναπέ κοιτώντας από την μεγάλη τζαμαρία τον πύργο του Άιφελ. Η ώρα ήταν ακόμη δέκα και μισή. Μην έχοντας τι να κάνω άρχισα να παρακολουθώ το γιορτινό πρόγραμμα του abc. Η ώρα πέρασε αρκετά γρήγορα αν και δεν παρακολουθούσα σχεδόν καθόλου τον παρουσιαστή που ενημέρωνε ξανά και ξανά ότι σε λίγο θα άρχιζε η αντίστροφη μέτρηση για την αλλαγή του χρόνου.

Σκεφτόμουν μόνο εκείνον. Οι τελευταίες μέρες από την στιγμή που αντίκρισα για πρώτη φορά το βλέμμα του μέχρι και το βράδυ κάτω από την παναγία των Παρισίων ήταν οι πιο όμορφες τις ζωής μου. Δεν μπορούσα απλά να τον ξεχάσω. Όσο ακόμα ένιωθα αυτό το παράξενο κύμα ηλεκτρισμού να διαπερνάει το σώμα μου καθώς τον σκέφτομαι. Έφερα στην μνήμη μου την περσινή πρωτοχρονιά με την οικογένεια μου.

Φορούσα το πουλόβερ που λάτρευε η Ρενέ παρακολουθώντας τον Τσάρλι να μου εύχεται, κρατώντας ένα ποτήρι σαμπάνιας, να πραγματοποιηθούν όλες οι ευχές μου στο Παρίσι. Μια εβδομάδα μετά έφυγα για εδώ και άλλαξα την ζωή μου ολοκληρωτικά.

Κουλουριάστηκα στον καναπέ και άφησα τα δάκρυα να τρέχουν από τα μάτια μου. Δώδεκα παρά είκοσι. Ίσως θα έπρεπε ξανά να αλλάξω την ζωή μου περνώντας μια ριψοκίνδυνη απόφαση για να πραγματοποιήσω τις ευχές μου. Ένιωσα ένα πόνο κοντά στο στήθος εκεί που μέχρι πριν λίγο χτυπούσε η καρδιά μου.

Δεν μπορούσα απλά να τον αφήσω. Σηκώθηκα όρθια και έτρεξα μέχρι το δωμάτιο μου. Έπιασα μια κόκκινη βαλίτσα που ήταν πάνω στην ντουλάπα και την άνοιξα. Άρχισα να την γεμίζω με ρούχα. Δεν κοιτούσα τι έμπαινε μέσα. Πρόσθετα ότι έβρισκα μπροστά μου. Την είδα να γεμίζει και ήμουν πλέον αποφασισμένη.

Θα μετέφερα τις σπουδές μου στην νέα Υόρκη. Μόλις γέμισε μέχρι πάνω την έκλεισα με δυσκολία και άρπαξα ένα ρούχο από την ντουλάπα. Το τζιν μου, ένα λεπτό λευκό πουκάμισο και ένα σμαράγδι φουλάρι. Τα φόρεσα τρέχοντας παράλληλα προς το καθιστικό. Πλησίασα το χριστουγεννιάτικο δέντρο και άρπαξα το χαρτί με το τηλέφωνο του, την διεύθυνση μου και το μήνυμα που μου είχε αφήσει για να συναντηθούμε στην παναγία των Παρισίων. Το έβαλα στην τσέπη του πουκαμίσου μου.

Βγήκα από το σπίτι φορώντας άτσαλα το παλτό μου και κρατώντας την βαλίτσα μου. Έξω είχε αρχίσει να χιονίζει και το τσουχτερό κρύο μου υπενθύμισε ότι δεν είχα ντυθεί κατάλληλα. Κοίταξα το ρολόι μου. Δώδεκα παρά τέταρτο. Με την βαλίτσα στο χέρι άρχισα να τρέχω κατεβαίνοντας το πεζοδρόμιο μέχρι τον κεντρικό δρόμο. Κοίταξα παντού για ένα ταξί δεν περνούσε όμως ούτε αυτοκίνητο.

Φυσικά, ήταν παραμονή πρωτοχρονιάς ποιος θα περνούσε τον χρόνο με έναν άγνωστο σε ένα ταξί; Έτρεξα πίσω προς το σπίτι. Μπήκα μέσα και άρπαξα τα κλειδιά της Πόρσε. Η Άλις είχε πάει με το αυτοκίνητο του Τζάσπερ οπότε ευτυχώς για μένα είχε αφήσει την Πόρσε εδώ. Βγήκα έξω και μπήκα μέσα στο κίτρινο αυτοκίνητο κοιτώντας το ρολόι μου. Δώδεκα παρά δέκα. Γύρισα το κλειδί στην μίζα και ευχήθηκα να έπαιρνε γρήγορα μπροστά η μηχανή.

Πάτησα το γκάζι όσο πιο πολύ μπορούσα και άρχισα να τρέχω σαν μανιακή στο δρόμο. Δεν υπήρχε περίπτωση να με σταματήσει αστυνομικός παραμονή πρωτοχρονιάς ακόμα και αν είχα περάσει κατά πολύ το ωριό ταχύτητας. Το μόνο που με ένοιαζε ήταν εκείνος ο δείχτης στο καντράν που έδειχνε δώδεκα παρά επτά λεπτά.

Πάτησα πιο πολύ το γκάζι και έστριψα αριστερά προς την ταμπέλα του αεροδρομίου Charles de Gaulle. Άρχισα να διακρίνω από μακριά το κτήριο. Έστριψα δεξιά προς το παρκινγκ του αεροδρομίου που ήταν γεμάτο. Πάρκαρα όπου βρήκα σκεφτόμενη ότι όταν θα μιλούσα με την Άλις στο τηλέφωνο θα της υπενθύμιζα να περάσει να το πάρει. Πήρα την βαλίτσα από το κάθισμα του συνοδηγού και άρχισα να τρέχω προς μια από τις εισόδους.

Κοίταξα με την άκρη του ματιού μου το ρολόι. Δώδεκα παρά πέντε. Είχα πάρει την σωστή απόφαση. Δεν μπορούσα να αφήσω κάποιον που είχα ερωτευτεί όσο ποτέ ξανά στην ζωή μου. Πέρασα την πόρτα και άρχισα να τρέχω προς την έκδοση εισιτήριων.

Μια πωλήτρια καθόταν πίσω από το τζάμι παρακολουθώντας σε μια μικρή τηλεόραση τον παρουσιαστή του abc να μετράει αντίστροφα για την αλλαγή του χρόνου. Κοπάνησα το τζάμι με το χέρι μου.

«Ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή για την πτήση-» κοίταξα τον πίνακα με τις πτήσεις για να δω τον αριθμό και συνέχισα μιλώντας πιο γρήγορα καθώς έβλεπα τον παρουσιαστή στην τηλεόραση να λέει ξανά και ξανά πως απέμεναν τέσσερα λεπτά. «Για την πτήση 502 για Νέα Υόρκη.»

Είδα την πωλήτρια να σαστίζει. Σίγουρα για πρώτη φορά στην ζωή της θα είδε κάποιον να έρχεται τέσσερα λεπτά πριν την πτήση και μάλιστα τέσσερα λεπτά πριν την αλλαγή του χρόνου και να ζητάει ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή.

«Φοβάμαι πως δεν θα προλάβετε παρότι υπάρχουν δυο κενές θέσεις.» τα λόγια της διέκοψε μια φωνή από τα μεγάφωνα που ανακοίνωνε πως η πτήση 502 για Νέα Υόρκη θα έχει μισή ώρα καθυστέρηση. Η πωλήτρια έγνεψε και πληκτρολόγησε τα στοιχεία που της έλεγα μιλώντας πιο γρήγορα από ότι μπορούσα βλέποντας το ρολόι να δείχνει δώδεκα παρά δυο.

Είδα το εισιτήριο να βγαίνει από το μηχάνημα και επιτέλους μου το έδωσε στο χέρι μου. Το άρπαξα και άρχισα να τρέχω ευχόμενη να μην παραπατήσω προς τον έλεγχο αποσκευών. Έβαλα την βαλίτσα μέσα στο μηχάνημα κάτω από το σαστισμένο βλέμμα του ελεγκτή και πέρασα από τον έλεγχο παίρνοντας ξανά την βαλίτσα μου.

Άρχισα να τρέχω ακόμα πιο γρήγορα καθώς ακουγόταν από όλες τις τηλεοράσεις στα μαγαζιά με τα αφορολόγητα είδη η φωνή του παρουσιαστή να μετράει αντίστροφα. Δέκα, εννέα… Η βαλίτσα κολλούσε στις γρατζουνιές του μαρμάρινου δαπέδου καθώς έτρεχα με ιλιγγιώδη ταχύτητα οπότε σταμάτησα και την πήρα στα χέρια.

Ένιωθα τον αέρα από τα πνευμόνια μου να τελειώνει. Πέρασα την είσοδο δώδεκα για πτήση 502 προς Νέα Υόρκη ακούγοντας τον παρουσιαστή να μετράει. Πέντε, τέσσερα…

Και τότε ο χρόνος σταμάτησε. Ένιωσα την καρδιά μου να σπάει. Σχεδόν άκουσα τα κομμάτια καθώς έπεφταν στο έδαφος. Τον είδα να κρατάει μια μαύρη βαλίτσα και να στέκεται δίπλα σε μια υπάλληλο που του έλεγε συνεχώς ότι η πτήση θα αργήσει για μισή ώρα.

Άφησα την βαλίτσα να σκάσει στο έδαφος και ακούγοντας τον παλμό της καρδιάς μου που άρχισε ξανά να χτυπάει μαζί με την φωνή του παρουσιαστή να φωνάζει δυο, ένα… προσγειώθηκα στην αγκαλιά του.

Το μεθυστικό του άρωμα με κατέκλυσε. Ένιωθα ότι βρισκόμουν εκεί ακριβώς που έπρεπε να είμαι και όχι κουλουριασμένη τον καναπέ κλαίγοντας. Πριν προλάβει να καταλάβει τι γινόταν και καθώς άκουσα τον παρουσιαστή να φωνάζει μηδέν… ένωσα τα χείλη μου με τα δικά του.

Με κοίταξε σαστισμένος και αμέσως ένωσε ξανά τα χείλη του με τα δικά μου. Τον φίλησα απαλά και κούρνιασα στο στήθος του.

«Ευτυχισμένος ο καινούργιος χρόνος.» ψιθύρισα και ξέραμε και οι δυο ότι θα ήταν ο πιο ευτυχισμένος της ζωής μας.