BLOGGER TEMPLATES - TWITTER BACKGROUNDS »

Τετάρτη 6 Οκτωβρίου 2010

Στοχεύοντας Τα Αστέρια



                                                                
                                             
                                               3ο  Κεφάλαιο
                                         Δίχως Αποχαιρετισμό


Alices POV
Όταν άνοιξα τα μάτια μου ήμουν ξαπλωμένη σε ένα ξύλινο στασίδι. Ένιωθα ένα δυνατό πόνο στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου και αίμα έτρεχε ακόμα καυτό στο πίσω μέρος του λαιμού μου. Γύρισα όσο πιο πολύ μπορούσα το κεφάλι μου στο πλάι και είδα τον πατέρα μου να με κοιτάζει. Με ένα μαντήλι σκούπιζε συνεχώς την πληγή. Όταν με είδε ,ότι είχα ξυπνήσει, δεν μίλησε. Σφούγγιξε ξανά το αίμα και κάθισε δίπλα μου. Προσπάθησα να ανασυντάξω τις σκέψεις μου καθώς κοίταζα το φως που περνούσε από το βιτρό και χόρευε στο πάτωμα. Ένα μπορούσα να θυμηθώ μόνο. Θα με πάρουν κοντά από του γονείς μου. Θα με κλείσουν σε ένα άσυλο. Δεν χρειαζόταν να θυμάμαι τίποτα άλλο. Αυτό έφτανε. Η μόνη λέξη που μου ερχόταν στο μυαλό διατυπώθηκε αυτόματα στα χείλη μου.

«Γιατί;» ρώτησα χωρίς να σταματήσω να κοιτάω τις πολύχρωμες κηλίδες φωτός που χόρευαν στο πάτωμα.

«Ξέρεις γιατί Άλις.» ψιθύρισε κοιτώντας το ιερό της εκκλησία αντί για μένα.

Είχε όμως δίκιο. Ήξερα ακριβώς γιατί. Ήταν το καλύτερο για όλους. Όλοι θα ήταν ασφαλής και μαζί εγώ. Αφού είμαι στο σημείο να μην καταλαβαίνω ότι έχω πρόβλημα τότε ναι έχω. Και μόνο έτσι θα το λύσω.

Ανασηκώθηκα .Ο πατέρας μου ήρθε αμέσως και με πήρε αγκαλιά στηρίζοντας με την παλάμη του το κεφάλι μου για να μην πονάω.

«Δεν είναι τίποτα» είπα «μπορώ να περπατήσω μια πληγή είναι.» προφανώς ήξερε ότι είχα λιποθυμήσει και ότι είχα χτυπήσει. Ήξερε ότι αύτη την φορά δεν είχα λιποθυμήσει για να δω κάποιο από αυτά τα όνειρα. Λιποθύμησα από αυτά που άκουσα. Ήταν τόσα πολλά που δεν μπορούσα να τα αντέξω.

Βγήκαμε από την εκκλησία. Μια μαύρη άμαξα περίμενε την είσοδο μας λίγα μέτρα πιο κει. Άνοιξε την πόρτα της άμαξας με το ελεύθερο χέρι του και με ακούμπησε απαλά στο ένα κάθισμα. Περίμενα να κλείσει την πόρτα και η άμαξα να ξεκινήσει μόνη της. Να με πάει κατευθείαν στον σιδηροδρομικό σταθμό και μετά στην Νέα Υόρκη. Θα ήταν καλυτέρα δεν θα χρειάζονταν πολλοί αποχαιρετισμοί. Θα έφευγα και μετά θα πήγαινα κατευθείαν εκεί. Αλλά αντίθετα μπήκε και αυτός μέσα και έκατσε αντικριστά μου.

Κανείς από τους δυο δεν μίλησε. Δεν είχαμε να πούμε τίποτα. Και οι δυο ξέραμε. Θα πήγαινα στο άσυλο γιατί είναι καλυτέρα για όλους. Ίσως όχι για μένα αλλά για τους άλλους είναι σίγουρα. Η άμαξα έστριψε στον γνωστό δρόμο προς την έπαυλη. Δεν κοιτούσα έξω. Δεν κοιτούσα καθόλου. Είχα κλειστά τα μάτια μου και περίμενα. Φτάσαμε αρκετά γρήγορα. Με βοήθησε να κατεβώ από την άμαξα και με άφησε να περπατήσω δίπλα του. Άνοιξε την μπρούτζινη πόρτα του κήπου και περπατήσαμε αργά το δρομάκι με τις λεύκες.

 Όταν φτάσαμε στην είσοδο χτύπησα την πόρτα και αμέσως μας άνοιξε η Μάντυ. Το σπίτι ήταν άδειο. Η μητέρα μου ήταν ακόμα με την Σύνθια στην θεία Γερτρούδη. Μπήκα μέσα και με ακολούθησε ο πατέρας μου. Αγνόησα την κατεύθυνση που πήρε και πήγα προς την κουζίνα να βοηθήσω την Μάντυ με το γεύμα. Έπρεπε κάπως να ξοδέψω την ώρα μου μέχρι να έρθει η άμαξα που θα με πάει στην Νέα Υόρκη. Ήμουν σίγουρη πλέον ότι η ώρα αυτή δεν αργούσε. Η μητέρα μου θα αναγκαζόταν να με αφήσει να πάω.

Η Μάντυ καθάριζε ένα λάχανο. Την βοήθησα για να τελειώσει πιο γρήγορα. Επικεντρώθηκα στην δουλειά μπλοκάροντας κάθε σκέψη που ερχόταν στο μυαλό μου. Η ώρα πέρασε όταν άκουσα την πόρτα να ανοίγει και να κλείνει ξανά. Ο πατέρας μου έφυγε προφανώς για να πάει με του φίλους του να πιουν. Ήταν δύσκολο και για εκείνον σίγουρα. Το να σκοτώνει όμως τα συναισθήματα του στο πότο δεν ήταν λύση. Άφησα αυτό που έκανα και έπλυνα τα χέρια μου με παγωμένο νερό. Ανέβηκα την σκάλα και κατευθύνθηκα προς το δωμάτιο μου. Ξάπλωσα στο κρεβάτι μου κοιτώντας το ταβάνι. Σύντομα αποκοιμήθηκα με το ίδιο πράγμα να περνάει ξανά και ξανά από τα όνειρα μου.

Ήμουν ξαπλωμένη μέσα σε ένα μικροσκοπικό χώρο. Παντού επικρατούσε σκοτάδι και κάθε τόσο μια σταγόνα νερού έπεφτε στο πέτρινο πάτωμα. Είχα κλειστά τα μάτια μου. Η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα ο πανέμορφος νεαρός που είχα δει στο όνειρο μου χθες. Τα μάτια του είχαν ένα πιο σκούρο χρυσάφι χρώμα.

Χτυπήματα στην πόρτα με ξύπνησαν διαλύοντας την προσωρινή ευτυχία που είχα καθώς έβλεπα αυτό το τόσο υπέροχο όνειρο. Ανασηκώθηκα σκουπίζοντας τα μάτια μου. Άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα η μητέρα μου. Έξω είχε σκοτεινιάσει. Κοιμόμουν πολλές ώρες. Αμέσως σηκώθηκα και την αγκάλιασα. Ίσως να ήταν η τελευταία φορά που θα την έβλεπα σε αυτό το δωμάτιο. Δεν ήξερα πότε ακριβώς αλλά ήμουν σίγουρη ότι πολύ σύντομα κάποια άμαξα θα περίμενε να με πάει στο τέλος της ευτυχισμένης μου ζωής.

Χάιδεψε με τα δάχτυλα της τα μαλλιά μου και με φίλησε απαλά στο μέτωπο. Κίνηση αποχαιρετισμού. Καθίσαμε μαζί στο κρεβάτι χωρίς καμιά να κάνει την πρώτη κίνηση να μιλήσει. Ήξερε την απόφαση του πατέρα μου να με πάει στο άσυλο. Ήμουν σίγουρη ότι είχε διαλέξει να την εξακολουθήσει.

«Άλις δεν πρόκειται να σε αφήσω να φύγεις ποτέ από κοντά μου» ψιθύρισε τελικά διαλύοντας κάθε τι που νόμιζα για σίγουρο. Δεν θα με άφηνε να πάω στο άσυλο. Σήμερα το πρωί ήμουν σίγουρη για αυτό τελικά όμως άλλαξα γνώμη. Είχα συμφιλιωθεί με αυτήν την ιδέα ότι θα επιτρέψει να κλειστώ στο άσυλο. Και τώρα άρχετε με μια κουβέντα και μου χαλάσει όλα τα σχέδια.

«Και αν είναι καλύτερο;» ψιθύρισα. Πλέον δεν ήξερα τι είναι καλύτερο και τι όχι. Αλλά είχα ακούσει τα λογία του ιερέα. Θα με κάψουν ως μάγισσα.

«Ω μα Άλις είναι καλύτερο.» είπε και πριν προλάβω να μιλήσω συμπλήρωσα « για όλους εκτός από εσένα. Δεν θα αφήσουμε κανέναν να το μάθει. Ξέρω ότι δεν είσαι τρελή. Ούτε μάγισσα. Δεν ξέρω τι έχεις αλλά δεν νομίζω πως ότι είναι θα λυθεί με το να σε κλείσουμε σε ένα άσυλο.»
Προσπάθησα να χωνέψω τα λογία της. Δηλαδή δεν θα με κλείσουν πουθενά;
Ο πατέρας μου όμως είχε πει καθαρά ότι θα με κλείσουν. Προφανώς η μητέρα μου δεν το επέτρεψε.

«Καλυτέρα να κοιμηθείς τώρα.» ψιθύρισε κα βγήκε από το δωμάτιο.

Ξάπλωσα στο κρεβάτι με μια μικρή ελπίδα ότι τελικά όλα θα πήγαιναν καλά. Αποκοιμήθηκα αμέσως χωρίς όνειρα για να ξυπνήσω ξανά μετά από ώρες και κάθε ελπίδα που είχα να χαθεί. Άνοιξα τα ματιά μου επειδή δυνατές φωνές ακούγονταν από το κάτω πάτωμα. Δεν ήξερα τι να κάνω επειδή αμέσως τις αναγνώρισα. Φώναζαν ο πατέρας μου με την μητέρα μου. Ο πατέρας μου ήταν μεθυσμένος άλλα ότι έλεγε ήταν αληθινό και χτυπούσε μέσα μου σαν κάποιος να μαχαίρωνε την καρδιά μου.

«Δεν καταλαβαίνεις αν την αφήσουμε κινδυνεύει και η ίδια αλλά και εμείς!» φώναζε ο πατέρας μου φανερά εξαγριωμένος. Η μητέρα μου απάντησε αποφασιστικά άλλα με ένα κοφτό τόνο σαν να μην μπορεί να πει περισσότερο επειδή έκλαιγε η κάτι άλλο την εμπόδιζε.

«Δεν θα αφήσω το παιδί μου κλεισμένο σε ένα άσυλο! Να ξέρω ότι είναι κάπου εκεί έξω και εγώ να μην μπορώ να το δω!»

Δεν ήξερα τι να κάνω . Όλο το σπίτι σειόταν από τις φωνές τους. Η μητέρα μου δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Ο πατέρας μου θα με κλείσει στο άσυλο με κάθε κόστος νομίζοντας ότι έτσι κάνει καλό σε εμένα. Δεν μπορούσα να ελέγξω τις κινήσεις μου. Τα δάχτυλα μου έτρεμαν και δάκρυα έτρεχαν ανεξέλεγκτα από τα ματιά μου. Τις τελευταίες μέρες είχα κλάψει τόσο πολύ. Και γιατί; Εντελώς άδικα αφού τελικά ότι και να κάνω θα βρεθώ μακριά από τους γονείς μου.
Τράβηξα το πάπλωμα μέχρι τα αυτιά μου και κουλουριάστηκα σε μια μικρή μπάλα. Με τα χέρια μου έκλεισα τα αυτιά μου σφράγισα τα μάτια μου. Οι φωνές έφταναν σε εμένα σαν κάτι μακρινό. Τελικά αποκοιμήθηκα.

Ξύπνησα τα χαράματα από απότομα και αλλεπάλληλα σκουντήματα. Ο πατέρας μου στεκόταν από πάνω μου φορώντας ταξιδιωτικά ρούχα και κρατώντας μια βαλίτσα. Ο εφιάλτης είχε μόλις ξεκινήσει. Κάθε ελπίδα που είχα ότι θα μείνω εδώ, ότι η μητέρα μου θα με προστατεύσει έσβησε καθώς αντίκρισα την βαλίτσα στα χέρια του πατέρα μου. Δεν μίλησε. Μου έδωσε ευγενικά μια αλλαξιά ρούχα και βγήκε από το δωμάτιο χωρίς να πει λέξη. Άλλαξα γρήγορα προσπαθώντας να χωνέψω ότι ίσως είναι η τελευταία φορά που βλέπω του γονείς μου. Κατέβηκα την σκάλα και πήγα στο σαλόνι. Ο πατέρας μου περίμενε εκεί σαν χθες μονό που σήμερα το ταξίδι θα ήταν μεγαλύτερο.

«Μπορώ να αποχαιρετίσω την μαμά ; » ρώτησα αβέβαια. Η απάντηση ήρθε παγώνοντας κάθε αίσθηση στο σώμα μου.

«Πιστεύει ότι είσαι νεκρή. Ότι έπεσες από ένα βράχο.» Δεν μπορούσα να κατανοήσω τα λόγια του. Η μητέρα μου δεν αφήνει να με κλείσουν σε ένα άσυλο και για να με αφήσει της είπε ότι είμαι νεκρή;

Ήθελα να φωνάξω. Κάθε μέρος του σώματος μου με παρότρυνε να το κάνω. Να πω στην μητέρα μου ότι δεν είμαι νεκρή. Ότι ο πατέρας μου προσπαθεί να με κλείσει σε ένα άσυλο. Άλλα δεν το έκανα. Γιατί ήξερα. Και πλέον το είχα επιβεβαιώσει. Ήταν για το καλό όλων. Ακόμα και το δικό μου.

Άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω. Φόρεσα την κόκκινη ταξιδιωτική κάπα μου και βγήκα από το σπίτι. Δεν κοίταξα πίσω μου. Δεν είχα το κουράγιο να το αποχαιρετήσω. Περάσαμε το δρομάκι με τις λεύκες. Ήταν η τελευταία φορά που θα περνούσα αυτόν τον δρόμο στην ζωή μου. Καθώς ο πατέρας μου έκανε να ανοίξει την πόρτα και να βγούμε από το κτήμα οι λέξεις που τόση ώρα γύριζαν στο κεφάλι μου κύλησαν στα χείλη μου.

«Συγγνώμη.» ξεροκατάπια «που σας αναγκάζω να το υπομείνετε όλο αυτό. Που πρέπει να αποχαιρετήσετε την κόρη σας. Εγώ φταίω. Με αυτό που έπαθα και βλέπω αυτά τα όνειρα.» Προσπάθησα να συγκρατήσω τα δάκρυα στα μάτια μου αλλά απέτυχα.

«Άλις δεν φταις εσύ.» με έπιασε από τα δυο χέρια και γονάτισε για είναι στο ίδιο ύψος με εμένα. «κανείς δεν φταίει.»

Σηκώθηκε ξανά και με βοήθησε να μπω σε μια άμαξα που περίμενε την είσοδο μας. Με ένα χλιμίντρισμα τα άλογα ξεκίνησαν να καλπάζουν. Είδα το σπίτι να απομακρύνετε. Ήξερα πως δεν θα το έβλεπα ποτέ ξανά. Ο πατέρας μου καθόταν απέναντι μου δεν με κοιτούσε όμως. Ίσως να μην μπορούσε. Μες στα μάτια του διέκρινα μια υποψία δακρύων. Αμέσως τα σκούπισε με το μαντήλι του. Η άμαξα έστριψε στον δρόμο για τον σιδηροδρομικό σταθμό. Κοίταξα έξω καθώς περνούσε από αχανείς εκτάσεις γης ,πόλεις και μικρά χωριά μέχρι τελικά να φτάσουμε στο σιδηροδρομικό σταθμό. Το μέρος που θα ξεκινούσε η καινούργια μου ,διαφορετική ζωή.

Το τρένο αυτό δεν θα με πήγαινε στο τέλος της ευτυχισμένης μου ζωής. Απλά θα με πήγαινε στο τέλος της τωρινής μου ζωής. Πλέον ήξερα για αυτό ήμουν δυνατή. Η άμαξα σταμάτησε. Ο πατέρας μου άνοιξε την πόρτα και με κατέβασε. Με κράτησε λίγο στην αγκαλιά του και μου έδωσε την βαλίτσα. Πέρασα γρήγορα την αποβάθρα χωρίς να κοιτάξω λεπτό πίσω μου και επιβιβάστηκα στο τρένο. Καπνός ήδη είχε ξεκινήσει να βγαίνει από το φουγάρο. Στην αποβάθρα στεκόταν πολύ κόσμος κουνώντας μαντίλια.

Προχώρησα μέσα στο τρένο και κάθισα σε ένα βαγόνι. Κοίταξα από το παράθυρο αναζητώντας τον πατέρα μου. Τον βρήκα να κάθετε να περιμένει να ξεκινήσει το τρένο. Και τότε συνειδητοποίησα ότι δεν τον είχα αποχαιρετήσει. Δεν είχα αποχαιρετήσει κανέναν. Άνοιξα το παράθυρο και άρχισα να του φωνάξω πως τον αγαπώ όταν η φωνή του αντήχησε στην αποβάθρα ακριβώς την στιγμή που το τρένο ξεκινούσε. Προσπάθησα μέσα στον θόρυβο που έκαναν οι ράγες καθώς το τρένο επιτάχυνε να καταλάβω τι έλεγε.

Τα λόγια του με μπέρδεψαν θα τα θυμάμαι όμως πάντα γιατί ήταν η τελευταία κουβέντα που άκουσα από το στόμα κάποιου που ανήκει στην οικογένεια μου.

Τα λόγια του ήταν «Άλις στόχευε τα αστέρια.»

Μαρινάκι (LizzyCullen) αυτό το κεφάλαιο αφιερώνετε σε εσένα για όλη την στήριξη που μου έχεις δείξει.