BLOGGER TEMPLATES - TWITTER BACKGROUNDS »

Σάββατο 18 Σεπτεμβρίου 2010

Στοχεύοντας Τα Αστέρια





                                                     2ο Κεφάλαιο
                                                        Δάκρυα


Alices POV

Ξύπνησα ξανά πριν ξημερώσει γιατί το πάτωμα ήταν άβολο και κρύο. Κοίταξα από τα τεραστία παράθυρα τον έναστρο ουρανό. Ήταν πολύ αργά την νύχτα ακόμα ούτε καν τρεις η ώρα μάλλον. Σηκώθηκα από το πάτωμα και πήγα προς το κρεβάτι. τράβηξα το πουπουλένιο πάπλωμα και πήγα να ξαπλώσω όταν άκουσα έναν θόρυβο από το κάτω πάτωμα. Κατευθύνθηκα προς την πόρτα και την άνοιξα για να ακούσω πιο καθαρά αλλά δεν ακουγόταν τίποτα. Σίγουρα δεν ήταν η ιδέα μου.

Βγήκα στον κατασκότεινο διάδρομο και ψηλαφιστά προσπάθησα να βρω την σκάλα. Άρχισα αργά αργά προσπαθώντας να μην κάνω καθόλου θόρυβο να καταβαίνω ένα ένα τα σκαλοπάτια. Αφουγκράστηκα ξανά και αυτήν την φορά άκουσα καθαρά την φωνή του πατερά μου. Ερχόταν από την τραπεζαρία. Κατέβηκα και το τελευταίο σκαλοπάτι της σκάλας και κρύφτηκα σε μια εσοχή του τοίχου έτσι ώστε ενώ εγώ θα μπορώ να βλέπω την τραπεζαρία αυτοί που είναι μέσα να μην μπορούν να με δουν. Προσπάθησα μέσα στο σκοτάδι να διακρίνω ποιοι ήταν μέσα.

 Ένα κερί τρεμόφεγγε στο τραπέζι και στο φως του μπόρεσα να δω την μητέρα μου να κάθετε στο τραπέζι κρατώντας το πρόσωπο της. Πρέπει να έκλεγε. Ο πατέρας μου ήταν όρθιος και μιλούσε ψιθυριστά. Προσπάθησα να ακούσω τι έλεγε.

« Είναι η μονή επιλογή» είπε « Αφού είσαι σίγουρη ότι η Άλις είδε ξανά σήμερα στην εκκλησία αυτά τα ''όνειρα''.»

«Δεν ξέρω νομίζω » είπε η μητέρα μου ανάμεσα σε αναφιλητά και λυγμούς «Την είδα ξαφνικά να λιποθυμά και όταν ξύπνησε μου είπε ότι αποκοιμήθηκε. Τις προηγούμενες φορές που είχε συμβεί αυτό είχε δει κάποιο όνειρο που βγήκε αληθινό.»

«Τι πιστεύεις ότι συμβαίνει ;»

«Πραγματικά δεν ξέρω » ένας λυγμός διέκοψε όσα έλεγα και συνέχισε να κλαίει.

Εγώ είχα παγώσει στην εσοχή και αν δεν στηριζόμουν στον τοίχο θα έπεφτα κάτω. Ήξεραν ακριβώς τι συνέβαινε ...και τώρα τι θα κάνουν; Το όνομα του πατέρα μου κινδυνεύει αν μάθουν ότι η κόρη του είναι τρελή. Και αν όντως είμαι;

Ο πατέρας μου συνέχισε να μιλάει.

«Αύριο το πρωί θα πάρεις την Σύνθια και θα πάτε με μια αμαξά στην θεια Γερτρούδη στην επαρχία. Εγώ θα πάρω την Άλις και θα την πάω στον καθεδρικό του Άγιου Μιχαήλ να μιλήσω με τον ιερέα. Θα έχει μια δεύτερη γνώμη.»

Η μητέρα μου συνέχισε να κλαίει και αυτήν την φορά δεν μπόρεσε να συγκρατήσει έναν πολύ δυνατό λυγμό. Ένιωθα πολύ άσχημα που την έβλεπα να κλαίει.

« Και αν χρειαστεί να την πάρουν από κοντά μας; » κατάφερε να ψελλίσει τελικά. «Με τον έναν η δεν θέλω να σκέφτομαι τον άλλο τρόπο.» Με αυτά της τα λόγια σχεδόν λιποθύμησα. Εννοεί ότι υπάρχει περίπτωση να με σκοτώσουν ; Δεν θέλω ούτε να το σκέπτομαι.

Η μητέρα μου συνέχισε να μιλάει.

«Τουλάχιστον μην πάτε αύριο. Άσε ακόμα μια μέρα να δούμε μπορεί να συμβεί ξανά κάτι παρόμοιο και μεθαύριο πρωί πρωί θα κάνουμε αυτό που πρότεινες.»

«Εντάξει αλλά αύριο θα μείνω σπίτι.»

Δεν ήθελα να ακούσω τίποτα άλλο. Αθόρυβα και προσπαθώντας να συγκρατήσω τα δάκρυα μου ανέβηκα την σκάλα και μπήκα μέσα στο δωμάτιο μου. Κλείδωσα με το σκαλιστό μπρούτζινο κλειδί την πόρτα και χώθηκα κάτω από τα σκεπάσματα στο κρεβάτι μου. Πριν προλάβω να τα συγκρατήσω δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια μου. Και τώρα θα με πάρουν από κοντά τους; Αν αύριο δω πάλι κάποιο τέτοιο όνειρο σίγουρα θα με πάρουν ίσως ακόμα και να με… αν όμως είμαι τρελή η κάτι άλλο; Αλλά το ξέρω ότι δεν είμαι. Γιατί όμως βλέπω αυτά τα όνειρα; Η εικόνα της μητέρας μου να κλαίει με φόβο να με χάσει έφερε νέα δάκρυα . Κουκουλώθηκα πιο σφιχτά και έκλεισα ερμητικά τα μάτια μου.

Το πρωί σηκώθηκα πολύ αργά γιατί ήμουν τόσο καλά κουκουλωμένη με τα σκεπάσματα που το φως του ήλιου που μπήκε στο δωμάτιο από τα μεγάλα παράθυρα δεν έφτασε τα μάτια μου. Μόλις ξύπνησα κάθισα λίγο στο κρεβάτι γιατί άπλα δεν ήθελα να αντιμετωπίσω ακόμα αυτά που φοβόμουν ότι με περίμεναν σήμερα και αύριο. Αφού πέρασαν τουλάχιστον δέκα λεπτά στα όποια προσπάθησα να μπλοκάρω κάθε αρνητική η άσχημη σκέψη, αναγκαστικά σηκώθηκα από το κρεβάτι. Άλλαξα ρούχα και κατέβηκα την σκάλα.

 Στην τραπεζαρία καθόταν η μητέρα μου και προς μεγάλη μου απογοήτευση διπλά της ο πατέρας μου. Αυτό σημαίνει πως ότι είπαν χτες την νύχτα θα το έκαναν πράξη. Η Σύνθια ήταν όρθια πιο κει και κάτι έκανε μέσα σε ένα καλάθι. Μάλλον καθάριζε κάποιο φυτό.

«Μπαμπά;» προσπάθησα να κάνω την έκπληκτη.

«Σήμερα αποφάσισα να περάσω λίγο χρόνο με τις κόρες μου.»

Δεν ήταν μεθυσμένος κάτι που σπάνια έβλεπα. Κάθισα στο τραπέζι και μετά από λίγο ήρθε η Μάντυ με ένα φλιτζάνι γάλα. Ήμασταν αρκετά εύπορη οικογένεια και τέτοιες πολυτέλειες τις θεωρούσαμε δεδομένες.

Ήπια γρήγορα το γάλα μου με φόβο μην δω ξανά κατά την διάρκεια που ήμουν στο πρωινό κάποιο ''όνειρο''. Μόλις τέλειωσα σηκώθηκα γρήγορα και έκανα να ανεβώ την σκάλα όταν ο πατέρας μου με διέκοψε.

«Άλις ήλπιζα να με βοηθήσεις με τον κήπο. Είπα στον Τζορτζ να μην ασχοληθεί μιας και θα είμαι σήμερα εγώ σπίτι και σκέφτηκα ότι θα με βοηθούσες.»

Ωραία , σκέφτηκα. Δεν πρόκειται να με αφήσουν από τα μάτια τους.

«Ε εντάξει...» είπα μην μπορώντας να πω και τίποτα άλλο. Η μητέρα μου σηκώθηκε και βγήκε από το δωμάτιο. Επέστρεψε σχεδόν σε δευτερόλεπτα κρατώντας ένα καλάθι.

«Θα μαζέψεις και μερικά γογγύλια για το φαγητό;» με ρώτησε.

«Ε ναι .» είπα και πηρά το καλάθι. Βγήκα με τον πατέρα μου στον κήπο . Ο καιρός ήταν μουντός σχεδόν συννεφιασμένος. Κατευθυνθήκαμε στο σπιτάκι της Μάντυ και του Τζορτζ. Διπλά σε ένα μικρό δωμάτιο φυλούσαμε ένα ξύλινο φτυάρι και μία σκαπάνη. Τα πήραμε και εγώ πήγα προς το σημείο που ήταν φυτεμένα τα γογγύλια. Ο πατέρας μου με ακολούθησε. Δεν πρόκειται να με άφηνε από τα μάτια του δευτερόλεπτο.

Μόλις έφτασα στο συγκεκριμένο σημείο έσκυψα στο χώμα και με τα δυο μου χέρια άρχισα να προσπαθώ να ξεριζώσω ένα μεγάλο γογγύλι. Αφού γέμισα το καλάθι με αρκετά από αυτά σηκώθηκα και τίναξα τα χώματα από το φόρεμα μου. Ο πατέρας μου τόση ώρα καθόταν πιο κει και σκάλιζε ένα μποστάνι. Πήγα προς το μέρος του όταν με την άκρη του ματιού μου είδα την μητέρα μου να έρχεται προς τα εδώ.

«Τελείωσες με τα γογγύλια; » μου φώναξε από μακριά. Με πλησίασε και με το βλέμμα της αναζήτησε το καλάθι.

«Ναι μόλις..» είπα και πήγα προς το καλάθι. Εντωμεταξύ ο πατέρας μου σήκωσε το βλέμμα του και με κοίταξε. Έσκυψα να πιάσω το καλάθι όταν ξαφνικά μου ήρθε μια ζαλάδα. Έκλεισα τα μάτια μου για ένα δευτερόλεπτο αλλά μόλις τα άνοιξα τα πράγματα είχαν χειροτερέψει. Όλα γύρω μου περιστρέφονταν. Προσπάθησα να διώξω αυτήν την αίσθηση και σήκωσα το καλάθι με τα γογγύλια. Η μητέρα μου με κοιτούσε παραξενεμένη κάτι είχε καταλάβει. Η ζαλάδα είχε χειροτερέψει. Έκανα ένα βήμα μπροστά όταν ξαφνικά όλα μαύρισαν. Έπεσα κάτω και τα γογγύλια σκορπιστήκαν γύρω μου.

Είδα ξανά το ίδιο ακριβώς που είχα δει και στην εκκλησία. Ήμουν σε πολύ μεγαλύτερη ηλικία μέσα σε μια μαρμάρινη μπανιερά με το νερό να καλύπτει όλο μου το σώμα έκτος από την μύτη μου. Ξαφνικά δυνατά χτυπήματα ακούστηκαν στην πόρτα.

Όταν συνήλθα ήμουν ακόμα πεσμένη στο χώμα με τα γογγύλια σκορπισμένα διπλά και πάνω μου. Η μητέρα μου ήταν σκυμμένη από πάνω μου και σκούπιζε το κρύο ιδρώτα που έτρεχε στο πρόσωπο μου με ένα μαντήλι. Ο πατέρας μου μόλις συνήλθα ήρθε από πάνω μου. Ο κρύος ιδρώτας όμως δεν έτρεχε εξαιτίας του ονείρου. Άπλα φοβόμουν τι θα γινόταν στην συνεχεία. Αύριο που θα πηγαίναμε στην εκκλησία ίσως με έπαιρναν από κοντά τους. Ήθελα να βρεθώ μόνη μου και να κλάψω. Μονό αυτό ήθελα τώρα.

«Άλις τι συνέβη;»

«Δεν δεν ξέρω...ζαλίστηκα ξαφνικά και μετά όλα χάθηκαν...δεν είμαι πολύ καλά σήμερα..ίσως να αρρώστησα.»

Αντάλλαξαν μεταξύ τους ένα βλέμμα που μπορώ να το ερμηνεύσω μόνο ως : σίγουρα δεν συμβαίνει αυτό. Έπρεπε να φύγω από άδω όσο πιο γρήγορα γινόταν. Ένιωθα ήδη τα δάκρυα να βουρκώνουν τα μάτια μου. Από φόβο πάντα για το ότι θα έφευγα.

«Καλυτέρα να πάω να ξαπλώσω.» Ο ουρανός είχε συννεφιάσει και έκανε κρύο.

Σηκώθηκα όρθια και τρέχοντας σχεδόν μπήκα μες στο σπίτι και ανέβηκα στο δωμάτιο μου. Μόλις η πόρτα έκλεισε πίσω μου δάκρυα άρχισαν να τρέχουν στα μάτια μου. Και τώρα; Αναρωτήθηκα . Αν όμως είναι καλύτερο να με πάρουν από κοντά τους; Τα δάκρυα εδίωξαν κάθε σκέψη έκτος από μια: αν όντως έχω κάποιο πρόβλημα; Είμαι τρελή ίσως και δαιμονισμένη; Αυτή η σκέψη με βασάνιζε συνεχώς από χθες . Χτύπησε η πόρτα. Σκούπισα τα μάτια μου και πριν ανοίξω έριξα μια μάτια έξω. Είχε αρχίσει να βρέχει. Μια αστραπή έσκισε τον ουρανό φωτίζοντας το εσωτερικό του δωματίου. Πρέπει να έκλαιγα για πολύ ώρα. Η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα η Μάντυ κρατώντας μια πορσελάνινη κανατά και πετσέτες.

«Η μητέρα σου με έστειλε να σε βοηθήσω να κανείς μπάνιο.» Άφησε κάτω τις πετσέτες και την κανατά που μάλλον είχε βραστό νερό και με έγδυσε τελείως. Με τα δάχτυλα της ξέμπλεξε τα μαλλιά μου. Σήκωσε ξανά τα πράγματα και πήγαμε στο δίπλα δωμάτιο . Ήταν άδειο έκτος από μια μεγάλη μαρμάρινη μπανιερά στο κέντρο. Γύρω της υπήρχαν κουρτίνες και κάποια σβησμένα κεριά. Η Μάντυ άναψε ένα από αυτά για να βλέπει καλυτέρα και με έβαλε μέσα στην μπανιερά. Βγήκε από το δωμάτιο.

Μετά από μερικά λεπτά επέστρεψε κρατώντας ένα τεράστιο πήλινο δοχείο με βραστό νερό. Το έριξε μέσα στην μπανιερά. Το νερό ήταν καυτό και αμέσως υδρατμοί κατέκλυσαν όλο το δωμάτιο. Σε λίγο το δέρμα μου το συνήθισε. Με το βραστό νερό από την κανατά έβρεξε τα μαλλιά μου και με μια πλάκα σαπούνι που μάλλον είχε φτιάξει μόλις πριν λίγες μέρες με έλουσε και έπλυνε προσέχτηκα όλο μου το σώμα. Προσπάθησα να χαλαρώσω με το καυτό μπάνιο και να ξεχάσω ότι με περίμενε αλλά δεν τα κατάφερα.

Με ξέπλυνε και με βοήθησε να βγω από την μπανιερά. Με τύλιξε στην μεγάλη πετσέτα και με βοήθησε να ντυθώ. Πηρέ ξανά το μεγάλο δοχείο την κανάτα και τις πετσέτες και βγήκε από το δωμάτιο. Εγώ ίσιωσα με τα δάχτυλα μου τα μακριά μαύρα μου μαλλιά. Κοιτάχτηκα σε ένα καθρέφτη. Τα μάτια μου ήταν πρησμένα.

Ξάπλωσα στο κρεβάτι και έκλεισα σφιχτά τα μάτια μου. Αποκοιμήθηκα δίχως σκέψεις.

Στον ύπνο μου είδα ξανά το ίδιο όνειρο μονό που αυτήν την φορά είχε διαφορετικό τέλος. Ήμουν πάλι μέσα στην μπανιερά με το νερό όταν η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα ένας παρά πολύς όμορφος νεαρός. Ο πιο όμορφος που είχα δει ποτέ στην ζωή μου. Είχε πλούσια καστανόξανθα μαλλιά. Το δέρμα του ήταν πολύ χλωμό και τα μάτια μου είχαν το χρώμα του μελιού. Όταν μίλησε η φωνή του ήταν τόσο μαγική που δεν έδωσα σημασία σε αυτά που είπε.

Ένας θόρυβος με ξύπνησε. Άνοιξα τα μάτια μου. Έξω έβρεχε ακόμα. Μέσα στο δωμάτιο ήταν η Μάντυ που ακουμπούσε έναν δίσκο πάνω στο τραπεζάκι άθελα της όμως έριξε κάτω έναν βαρύ μπρούτζινο βιβλιοστάτη και με ξύπνησε. Με κοίταξε.

«Σου έφερα κάτι να φας. Συγγνώμη σε ξύπνησα.»

Δεν απάντησα και αφού περίμενε λίγο να με δει να σηκώνομαι βγήκε έξω. Στον δίσκο υπήρχε σε ένα πιάτο ένας μωβ πηχτός πουρές από γογγύλια. Είχε χάλια εμφάνιση αλλά η γεύση του ήταν φοβερή και έλιωνε στο στόμα. Διπλά είχε ένα τσαμπί μαύρα σταφύλια. Αφού έφαγα τον πουρέ έφαγα αργά αργά και τα σταφύλια. Είχα στεναχωρηθεί που ξύπνησα από ένα τόσο όμορφο όνειρο. Με έκανε να ξεχάσω σχεδόν τα προβλήματα μου.

Τα γογγύλια στον πουρέ μου τα θύμισαν ξανά. Άφησα δάκρυα να κυλήσουν ξανά στα μάτια μου. Ένιωσα λίγο καλυτέρα τώρα που είχα ξεσπάσει. Ξάπλωσα ξανά στο κρεβάτι και αποκοιμήθηκα πολύ γρήγορα αυτήν την φορά χωρίς όνειρα.

Αλλεπάλληλα χτυπήματα στην πόρτα με ξύπνησαν . Ήταν πρωί και η ημέρα ήταν ηλιόλουστη. Μόλις άνοιξα τα μάτια μου όμως συνειδητοποίησα τι με περίμενε σήμερα. Σηκώθηκα με βαριές κινήσεις και άνοιξα την πόρτα. Ήταν ο πατέρας μου ντυμένος με φράκο και κάπα. Ένα ηλίθιο χαμόγελο διαγραφόταν στα χείλη του. Ήξερα ακριβώς που θα πηγαίναμε.

«Καλημέρα» είπε . «Ντύσου θα φύγουμε σε λίγο.»

«Και που θα πάμε;» ρώτησα δήθεν αδιάφορα.

Δεν απάντησε αλλά γύρισε και έφυγε. Ντύθηκα γρήγορα και κατέβηκα στο σαλόνι. Ήξερα χωρίς καν να κοιτάξω ότι με περίμενε στην πόρτα. Έριξα δήθεν μια ερευνητική μάτια γύρω μου.

«Που είναι η Σύνθια και η μαμά;»

«Αποφάσισαν να επισκεφτούν την θεια Γερτρούδη και έτσι σκέφτηκα να περάσουμε λίγο καιρό μαζί.»

Όσο μου απομένει σκέφτηκα. Ξεκρέμασα την κάπα μου από τον τοίχο και την φόρεσα.

Βγήκαμε έξω και παρά τον ήλιο έκανε αρκετό κρύο. Διασχίσαμε το λιθόστρωτο δρομάκι με τις λεύκες και βγήκαμε από τον χώρο της έπαυλης. Μια αμαξά ζεμένη με τρία κατάμαυρα άλογα μας περίμενε. Μπήκε μέσα ο πατέρας μου και μετά με τράβηξε πάνω. Κάθισα αντικριστά του αλλά απέφυγα να τον κοιτάζω . Κοίταξα έξω. Η άμαξα ξεκίνησε.

«Λοιπόν που πάμε;» ρώτησα επιμένοντας .

Προσπάθησε να αποφύγει την απάντηση.

«Δεν έπιασες τα μαλλιά σου; »

Τον αγνόησα και επανέλαβα την ερώτηση.

«Που πηγαίνουμε;»

Μην μπορώντας να κάνει αλλιώς απάντησε.

«Στον καθεδρικό του Αγίου Μιχαήλ.»

Έκανα να μιλήσω αλλά με διέκοψε γρήγορα.

«Θα δεις γιατί.»

Κοίταξα ξανά έξω εκνευρισμένη αλλά πιο πολύ φοβισμένη. Ήξερα ακριβώς γιατί. Η άμαξα μετά από λίγο σταμάτησε έξω ακριβώς από τον καθεδρικό. Κατέβηκα και άρχισα να περπατώ αλλά ο πατέρας μου μού έκλεισε τον δρόμο. Έκανε κάτι που δεν είχε ξανακάνει ποτέ και δεν το περίμενα. Με αγκάλιασε.

«Ότι και αν γίνει να ξέρεις ότι σε αγαπάμε και ότι είναι για το καλό όλων.»

Ήξερε ότι ήξερα; Η απάντηση ήρθε από μόνη της.

«Άλις κοίταξε με.» Με ανάγκασε να τον κοιτάξω στα μάτια. «Το ξέρω ότι άκουσες την συζήτηση που είχα με την μητέρα σου προχθές βραδύ. Πίστεψε με Άλις όλα θα πάνε καλά. Δεν θέλουμε να σε χάσουμε αλλά αν πράγματι έχεις πρόβλημα;»

Δεν μίλησα παρά άρχισα να περπατώ ξανά προς την εκκλησία. Μπήκαμε μέσα και χωρίς να μου πει πήγα και έκατσα. Αντίθετα αυτός πήγε προς μια πόρτα. Η πόρτα άνοιξε για ένα μονό δευτερόλεπτο αλλά μπόρεσα να δω έναν κληρικό να κάθετε σε μια πολυθρόνα. Ο πατέρας μου μπήκε μέσα και έκλεισε πίσω του την πόρτα. Εγώ άρχισα να κουνώ περά δοθώ τα πόδια μου. Κάποια στιγμή και αφού είχαν περάσει τουλάχιστον δέκα λεπτά βαρέθηκα και σηκώθηκα. Τριγύρισα λίγο στον καθεδρικό χωρίς να βρω τίποτα ενδιαφέρον για αυτό πήγα και έκατσα αυτήν την φορά σε ένα στασίδι διπλά ακριβώς στην πόρτα από την όποια είχε μπει ο πατέρας μου. Τώρα μπορούσα να ακούσω καθαρά ότι έλεγαν. Εκείνη την στιγμή μιλούσε ο κληρικός.

«Ακριβώς ξέρετε είναι επικίνδυνο και για εσάς και για εκείνη. Νομίζω ότι αυτό θα ήταν το καλύτερο για όλους. Αν μαθευτεί από την κοινότητα θα την κάψουν ως μάγισσα. Μόνο έτσι θα γλιτώσει.»

«Δηλαδή μου λέτε ότι το μονό που μπορούμε να κάνουμε είναι να την κλείσουμε έγκλειστη σε ένα άσυλο;»

«Κοιτάξτε ξέρω ότι είναι δύσκολο για σας αλλά ναι, είναι η μόνη λύση. Λυπάμαι . Θα σας πρότεινα το άσυλο Hebrew στην Νέα Υόρκη.»

Με όλα αυτά τα λόγια ένιωσα την γη να χάνετε από τα πόδια μου. Δεν μπορούσα να ελέγξω τον εαυτό μου. Άρχισα να κλαίω. Δηλαδή θα με πάρουν από κοντά τους; Θα με κλείσουν μέσα σε ένα άσυλο; Όλα μου φαίνονταν τρελά. Η μητέρα μου δεν θα το επιτρέψει ποτέ αυτό. Αν όμως το όνομα της οικογενείας μου είναι πιο σημαντικό από εμένα; Σηκώθηκα και ένιωσα μια αναγούλα. Τα μάτια μου έτσουζαν από το κλάμα. Όταν ξαφνικά λιποθύμησα. Όχι όπως λιποθυμώ όταν πρόκειται να δω ένα όνειρο. Απλά όλα μαύρισαν. Από την μια στιγμή στην άλλη. Καθώς έπεφτα το κεφάλι μου χτύπησε στην γωνία ενός στασιδιού. Ένιωσα ένα καυτό υγρό να ρέει από την πίσω πλευρά του κεφαλιού μου. Αίμα.

Αυτό το κεφάλαιο το αφιερώνω σε δυο άτομα στην Σάντρα (Sandra21) και στην Χριστίνα ( Mrs.Christina) γιατί μου έχουν δείξει τεράστια στήριξη και τις ευχαριστώ και τις στηρίζω και εγώ σε κάθε τους βήμα.

2 σχόλια:

Marina είπε...

Ααααχ η καημενη. Τα λεει τοσο απλά και ωραια που σε κανει να την καταλαβαινεις και να νοιωθεις οτι νοιωθει. Πολύ ωραιο αυτο που κανεις μεταφερεις τα συναισθηματα της πρωταγωνιστρια - αφηγητριας στον αναγνωστη!!!!

gerry είπε...

Mαρινακι μου τι να πω για αλλη μια φορα εν ατεραστιο τεραστιο ευχαριστω. Εοειδη η αλις δεν ειναι μπελλα και δεν εχουν καμια σχεση φοβομουν παρα πολυ μηπως την αποτυπωσω καπως διαφορετικα βεβεα ακομα δεν ειναι μεγαλη μονο εξι χρονων ειναι αλλα απο το 5 περιπου κεφαλαιο και μετα θα εχουμε μια αποτομη αλλαγη (θα την προσεγγισω ωραια πιστευω) δεκατοσα χρονια μετα..οποτε πως να μην χαρω πολυ πολυ οταν λες οτι σου μεταφερω τελεια τα συναισθηματα.

Σε ευχαριστω πολυ.