BLOGGER TEMPLATES - TWITTER BACKGROUNDS »

Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 2010

Κυκλάμινα Στο Χιόνι


                                                       
                                                    Τρίτο μέρος
                                                      Σ’ αγαπώ


Edwards POV

Δεν ήξερα πλέον τι να κάνω. Στεκόμουν έξω από το επιβλητικό κτήριο της τράπεζας όπου δούλευε ο πατέρας μου. Η εικόνα του κτηρίου με έκανε να το θυμάμαι σαν να ήταν μόλις χτες που έφυγε. Η μητέρα μου με είχε στείλει εδώ να δω τον Ευστάθιο. Δεν ξέρω αν θα άντεχα να τον δω. Κανονικά αφού είχε ξεκαθαριστεί το θέμα με την Ιουλιέτα έπρεπε όλα τα έχουν πάρει το δρόμο τους. Δεν είναι όμως έτσι.

Το μικρό κουτί της Πανδώρας είχε ανοίξει και το βάρος όλων των ευθυνών πλέον είχε πέσει πάνω μου. Έπρεπε να κάνω ξανά την μητέρα μου καλά, έπρεπε να βρω δουλειά και να αποφασίσω τι θα κάνω με την ζωή μου. Δεν ήθελα με τίποτα να δουλέψω σε αυτήν την τράπεζα αλλά δεν είχα πλέον άλλη επιλογή.

Μπήκα μέσα νιώθοντας μια ελαφριά ζαλάδα. Χάθηκα μέσα στο σκοτάδι της τεράστιας επιβλητικής αίθουσας. Το θέαμα που αντίκρισα ήταν απερίγραπτο. Η αίθουσα ήταν η πιο μεγάλη που είχα δει ποτέ. Όλα αυτά τα χρόνια που δούλευε εδώ ο πατέρας μου δεν είχα επισκεφτεί ποτέ την τράπεζα. Ίσως φοβόμουν ότι εάν έρθω μια φορά μετά θα με κρατήσουν εδώ για πάντα.

Δεν είχα ιδέα που που μπορεί να ήταν ο Ευστάθιος. Αναζήτησα με το βλέμμα μου τα καστανά σκούρα μαλλιά του και τα μπλε μάτια τους. Ο κόσμος όμως ήταν τόσος πολύ που δεν ξεχώριζα μορφές. Ήταν όλοι μία ενιαία μάζα. Στριμωχνόταν στην τεράστια αίθουσα περιμένοντας μπροστά από τους γρανιτένιους πάγκους.

Πλησίασα και εγώ έναν ψηλό πάγκο που από πίσω καθόταν ένας ευγενικός νεαρός.

«Καλησπέρα.» είπε ευγενικά περιμένοντας να του θέσω το ζήτημα μου.

«Θα ήθελα να δω τον Ευστάθιο .» είπα ευγενικά. Τον είδα να σαστίζει λίγο σαν να ζήτησα να μου δώσουν ένα μπουκάλι με το καλύτερο γάλα αετού. Έπειτα όμως σηκώθηκε.

«Παρακαλώ από εδώ.» είπε και άρχισε να χώνεται μέσα στο πλήθος κάνοντας μου νόημα να τον ακολουθήσω. Χώθηκα μέσα στον κόσμο τινάζοντας παράλληλα το παλτό μου από κάποιες χιονονιφάδες. Με οδήγησε έξω από μια ξύλινη πόρτα που έγραψε πάνω σε νέα χρυσό πλακίδιο με σκαλισμένα καλλιγραφικά γράμματα Ευστάθιος Πάρκερ. Άνοιξε την πόρτα για μένα και ξαναχώθηκε στον κόσμο. Την άνοιξα περισσότερο και μπήκα μέσα.

Ήδη ο ήχος δαχτύλων πάνω σε μια γραφομηχανή αντηχούσε στα αφτιά μου. Μπήκα μέσα και είδα έναν μεσόκοπο άντρα με μπλε μάτια και σκούρα καστανά μαλλιά να με κοιτάζει πίσω από το μεγάλο ξύλινο γραφείο του. Τα δάχτυλα του σταμάτησαν να ανεβοκατεβαίνουν πάνω κάτω στην γραφομηχανή σχηματίζοντας μια περίεργη χορογραφία και με κοίταξε με ενθουσιασμό.

«Έντουαρντ.» η φωνή του ακουγόταν πολύ στοργική. Σαν να ξαναέβλεπε τον χαμένο γιο του.

«Πρώτη φορά έρχεσαι εδώ και μάλιστα αφού ο πατέρας σου πέθανε. Από πότε έχω να σε δω;» φάνηκε σαν να χάρηκε ιδιαίτερα αν και στο βλέμμα του υπήρχε ένα παράξενο συναίσθημα σαν να επανέφερα αναμνήσεις πω το παρελθόν.

«Είναι πολύ καιρός πράγματι. Από όταν έφυγε.» είπα και τα είδα να κατεβάσει για λίγο το βλέμμα του στο γραφείο.

«Λοιπόν προς τι η επίσκεψη;» είπε σαν να μην είχε ιδέα τι κάνω εδώ. Η μητέρα μου μού είπε ότι είχε μιλήσει μαζί του.

«Δεν σας ενημέρωσε η μητέρα μου;» ρώτησα ειλικρινά. Δεν ήξερα τι μπορεί να συνέβαινε. Έκλεισε για λίγο τα μάτια σαν να προσπαθούσε να θυμηθεί κάτι άλλα τελικά κούνησε το κεφάλι.

«Η Ελίζαμπεθ; » έκανε την ρητορική ερώτηση και συνέχισε «όχι δεν μου είπε τίποτα. Έχω να της μιλήσω αρκετό καιρό επίσης.» ήταν εντελώς σίγουρος δεν φαινόταν ίχνος αμφιβολίας στην φωνή του. Πριν απαντήσω κοίταξα λίγο το κενό ανάμεσα σε αυτό και τον τοίχο. Γιατί η μητέρα μου να έκανε κάτι τέτοιο;

Μου είπε ότι του είχε μιλήσει. Προφανώς ήθελε να με στείλει εδώ και να αποφασίσω μόνος μου ότι το σωστό είναι να δουλέψω εδώ. Μου άφησε αν ήθελα το περιθώριο να αποφασίσω ότι τελικά δεν θα ακολουθήσω αυτό το επάγγελμα. Άφησε πάνω μου την επιλογή. Για λίγο ένιωσα το βάρος να φευγιά από τους ώμους αντί να νιώθω περισσότερο. Αντίθετα αυτή η ελευθερία βούλησης με καθησύχασε. Ήξερα πως το κουτί με της ευθύνες είχε ανοίξει και περίμεναν όλες να τις αναλάβω άλλα ξεχνούσα ότι η επιλογή ήταν δική μου. Δεν ήταν αυτό που ήθελα. Σίγουρα όχι. Έκανα να απαντήσω όταν ένας βήχας συγκλόνισε το λαιμό μου.

«Είσαι καλά Έντουαρντ ;» άκουσα τον Ευστάθιο μέσα από την κρίση βήχα μου.

«Ναι μια χαρά.» άρθρωσα τα λέξεις με δυσκολία σχεδόν πνιγόμουν. Ένιωσα να ζαλίζομαι όλα γύρω μου γυρνούσαν ασταμάτητα. «’Όσο για την μητέρα μου μάλλον θα κατάλαβα λάθος.»

Τον είδα να με κοιτάζει με απορία.

«Καλύτερα να πηγαίνω.» κατάφερα να ψελλίσω με βραχνιασμένη φωνή. Βγήκα από το δωμάτιο με ένα νέο πρόβλημα να βαραίνει τις πλάτες μου πλέον όπου το επάγγελμα που θα ακολουθούσε είχε ξεκαθαριστεί . Ήμουν άρρωστος. Προφανώς τις τελευταίες δυο μέρες που κυκλοφορούσα συνεχώς στο χιόνι αρρώστησα από μια γρίπη.

Βγήκα από το κτήριο αποφασισμένος ότι πλέον τις επιλογές τι έκανα εγώ. Και είχα ήδη κάνει την πιο σοφή. Δεν θα ακολουθούσα κάτι που δεν μου άρεσε. Μόλις όλα έμπαιναν στην θέση τους σχετικά με την υγεία της μητέρας μου, θα ακολουθούσα αυτό που ήθελα να κάνω θα πήγαινα να βοηθήσω στον πόλεμο. Τα πόδια μου βούλιαξαν στο πυκνό χιόνι. Το τσουχτερό κρύο με κατέκλεισε. Έριξα μια τελευταία ματιά στο επιβλητικό κτήριο σίγουρος πλέον πως δεν ανήκω εδώ. Έβαλα την δερμάτινη μου μπότα στον αναβατήρα και ανέβηκα στο άλογο.

***

Άνοιξα την πόρτα και μπήκα μέσα στο ζεστό καθιστικό του σπιτιού. Ήταν για ακόμη μια φορά άδειο. Το είχα συνηθίσει πλέον. Τι τελευταίες μέρες ήταν συνεχώς άδειο. Κρέμασα το παλτό μου όταν η Ρόουζ φάνηκε στο πλατύσκαλο. Το πρόσωπο της φωτιζόταν μόνο από το τζάκι μιας και έξω είχε σουρουπώσει εντελώς.

«Η μητέρα σας είναι πάνω έχει ξαπλώσει από νωρίς κύριε Μέισεν.» είπε μόλις με είδε.

«Η Ιουλιέτα;» είπα με μια μηδενικό ενδιαφέρον να σκαλίζει την φωνή μου.

«Θα κοιμηθεί εδώ απόψε. Έφεραν πριν λίγο τα πράγματα της. Πιθανώς τώρα είναι μαζί με την μητέρα σας.» έκανε μια μικρή παύση και συνέχισε χαμηλώνοντας τον τόνο της φωνής της.

«Είναι χειρότερα τώρα. Η Ιουλιέτα είπε πριν ότι είχε πολύ πυρετό.» έδειχνε ανήσυχη.

«Αύριο το πρωί θα έρθει ο δόκτωρ Καρλάιλ και θα την κοιτάξει. Η ανησυχία δεν βοηθάει σε τίποτα.» έκανα να γυρίσω να πάω στο καθιστικό όταν θυμήθηκα « φτιάξε μου σε παρακαλώ το υπνοδωμάτιο. Θα κοιμηθώ νωρίς σήμερα έχω μια ελαφριά αδιαθεσία. Μάλλον κόλλησα κάποια γρίπη.»

Κατευθύνθηκα προς το καθιστικό και άκουσα τα βήματα καθώς ανεβαίνουν την σκάλα. Η φωτιά τριζοβόληζε ακόμα χαρούμενη στο μεγάλο μαρμάρινο τζάκι. Κάθισα σε μια πολυθρόνα και έκλεισα για λίγο τα μάτια. Ζαλιζόμουν απίστευτα και ένιωθα ένα ρίγος σε όλο μου το κορμί. Είχα σίγουρα αρρωστήσει.

Φώναξα το όνομα της Έλενας. Ύστερα από λίγο φάνηκε στο σαλόνι.

«Σε παρακαλώ φτιάξε μου ένα ποτήρι τσάι με γάλα.» έγνεψε και πήγε στην κουζίνα. Έπειτα από λίγο κρατούσα στα χέρια μου μια καυτή κούπα τσάι με γάλα. Κατέβασα μια γουλιά και σκέφτηκα ότι το μόνο που με περίμενε τώρα ήταν το ζήτημα τη μητέρας μου.

Το ζήτημα με την Ιουλιέτα είχε κλείσει οριστικά. Η μήπως όχι; Ήξερα πλέον ότι δεν ένιωθα τίποτε για εκείνην. Αλλά τώρα δεν ένιωθα και τελείως σίγουρος. Έκλεισα τα μάτια και η ίδια φράση σχηματίστηκε ξανά και ξανά στα χείλη μου. Η υγεία της μητέρας μου προέχει.

Σε λίγο η Ρόουζ πλησίασε το καθιστικό κατεβαίνοντας στην σκάλα.

«Το δωμάτιο σας είναι έτοιμο.» είπε και έκανε μια ελαφριά υπόκλιση.

«Σε ευχαριστώ. Αύριο σε παρακαλώ να με ξυπνήσεις αρκετά νωρίς.»

Το σώμα μου έλεγε πως κάτι τέτοιο είναι αδύνατον ένιωθα καταβεβλημένος αλλά έπρεπε τόσα να γίνουν. Ανέβηκα την σκάλα με μεγάλα βήματα και μπήκα στο υπνοδωμάτιο. Άλλαξα γρήγορα ρούχα και χώθηκα κάτω από τα παχιά πουπουλένια σκεπάσματα ακόμα και εκεί όμως το ρίγος επέστρεφε ξανά και ξανά στην πλάτη μου. Ο βήχας τάραζε κάθε τόσο το κορμί μου και το κεφάλι μου πονούσε αφόρητα. Έκλεισα σφιχτά τα μάτια και αποκοιμήθηκα με εφιάλτες να βασανίζουν τον ύπνο μου.

***

Αλλεπάλληλα χτυπήματα στην πόρτα με ξύπνησαν. Το φως έμπαινε διάχυτο από τα μεγάλα παράθυρα του δωματίου. Ήμουν χωμένος μέσα στα σκεπάσματα και ακόμα κρύωνα και ζαλιζόμουν. Σηκώθηκα και ντύθηκα γρήγορα με ένα κοστούμι. Άνοιξα την πόρτα και είδα την Ρόουζ να στέκεται και να με κοιτάει με ένα ανήσυχο βλέμμα.

«Είστε λίγος χλωμός.» είπε τελικά.

«Είμαι μια χαρά.» βιάστηκα να την διορθώσω. Ώρα ήταν τώρα να αρχίσω να αρχίσω και με μια απλή γρίπη.

«Η μητέρα σας έχει κατέβει ήδη κάτω. Περιμένει τον γιατρό.» έκανε μια παύση σαν να δίσταζε να συνεχίσει αλλά τελικά ξεστόμισε «Μήπως πρέπει να κοιτάξει και εσάς ο δόκτωρ Καρλάιλ;» είπε και έπιασε το χέρι μου. Το τράβηξα κατευθείαν αλλά έδειχνε σαν να είχε καταλάβει αυτό που ήθελε.

«Έχετε πυρετό.»

«Ρόουζ σου είπα είμαι μια χαρά. Έχω κάποια απλή γρίπη.» την διέκοψα γρήγορα και κατέβηκα τις σκάλες.

Στο καθιστικό καθόταν η μητέρα μου και δίπλα η Ιουλιέτα. Η μητέρα μου μόλις κατέβηκα γύρισε και με κοίταξε. Η Ιουλιέτα αντιθέτως έκατσε ατάραχη στην θέση της κοιτάζοντας έξω από τα μεγάλα παράθυρα. Πίστευα ότι αφότου μου είχε αποκαλύψει πως είναι ερωτευμένη μαζί μου και μετά από αυτό που έγινε χτες στον κήπο θα συμπεριφερόταν διαφορετικά. Ήταν σαν μην έγινε τίποτα. Απορώ πως μια κοπέλα που μπορεί και κρύβει τόσα καλά τα συναισθήματα της προδόθηκε από την λάμψη στα μάτια της.

«Καλημέρα.» είπε η μητέρα μου με μια βραχνή φωνή και αμέσως άρχισε να βήχει.

«Καλημέρα.» είπα κοιτώντας και προς την πλευρά της Ιουλιέτας που δεν γύρισε καν να με κοιτάξει.

«Είσαι καλύτερα;»

«Μια χαρά μόνο λίγο ζαλισμένη.» Έγνεψα και πήγα προς την κουζίνα. Η Έλενα είχε στρώσει το τραπέζι. Κάθισα και την καλημέρισα.

«Καλή μέρα.» αποκρίθηκε και σέρβιρε στο πορσελάνινο φλιτζάνι μου λίγο γάλα. Έπιασα ένα ψωμάκι και άρχισα να κόβω μικρές μπουκιές με το στόμα μου. Την είδα να βγαίνει από το δωμάτιο.

Έστρεψα το βλέμμα μου στο παράθυρο κοιτώντας για κάποια άμαξα να πλησιάζει. Ελπίζω ο δόκτωρ Καρλάιλ να μην αργούσε όπως η Ιουλιέτα. Σήμερα το πρωινό ήταν σχεδόν συνηθισμένο. Η μητέρα μου καθόταν στο σαλόνι και εγώ έτρωγα πρωινό μονός μου στην τραπεζαρία. Η μονιά αλλαγή ήταν η παρουσία της Ιουλιέτας καθώς και η γρίπη της μητέρας μου. Σε αντίθεση όμως με τις δυο προηγούμενες μέρες η σημερινή ήταν απλά υπέροχη. Έπιασα το φλιτζάνι με το γάλα και ανέβασα το χέρι μου να πιω μια γουλιά όταν βήχας με τάραξε πάλι. Το φλιτζάνι έπεσε από τα χέρια μου και έσπασε στο πάτωμα. Ο ήχος της πορσελάνης καθώς διαλυόταν σε χιλιάδες μικροσκοπικά θραύσματα με έκανε να καταλάβω.

Είχα πάθει την ισπανική γρίπη. Εμφάνιζα ακριβώς τα ίδια συμπτώματα με τους γονείς μου. Ένιωσα τον φόβο να διατρέχει όλη μου την σπονδυλική στήλη. Έκλεισα σφιχτά τα μάτια και σκέφτηκα το ενδεχόμενο να έχω και εγώ την γρίπη. Δεν θα το άντεχα. Δεν θα μπορούσα να σηκώσω όλο αυτό το βάρος σε συνδυασμό με την γρίπη. Θα πέθαινα και θα άφηνα μόνη την μητέρα μου.

Είδα μια μαύρη άμαξα να πλησιάσει την αυλόπορτα. Ένας νεαρός με ξανθά μαλλιά βγήκε από μέσα. Ο δόκτωρ Καρλάιλ. Κάποιος βγήκε από το σπίτι και τον έφερε μέσα. Προφανώς η Έλενα. Άκουσα την πόρτα από το καθιστικό να ανοίγει και φωνές που καλωσόριζαν. Είχε έρθει.

Βγήκα από την τραπεζαρία με ένα αποπροσανατολισμένο βλέμμα.

«Καλησπέρα κύριε Μέισεν.» είπε μόλις με είδε.

«Σας ευχαριστώ που ήρθατε» έγνεψε και μετά είδα μια λεπτή ρυτίδα να σχηματίζεται ανάμεσα στα μάτια του.

«Φαίνεστε λίγο χλωμός. Συμβαίνει κάτι;» η ερώτηση του με πάγωσε. Δεν μπορούσα μπροστά σε όλους να πω ότι μάλλον έχω κολλήσει την ισπανική γρίπη.

«Ας επικεντρωθούμε στην μητέρα μου καλύτερα.»

«Μάλιστα.» είπε και της έκανε νόημα να τον ακολουθήσει. Ανέβηκαν στα πάνω δωμάτια. Κάθισα στο καθιστικό δίπλα στην Ιουλιέτα ζαλισμένος. Κρύος ιδρώτας έτρεχε στο μέτωπο μου. Η Έλενα αποσύρθηκε στον διάδρομο προς στα μέσα δωμάτια αφήνοντας με μόνο με την Ιουλιέτα.

«Έντουαρντ» ψιθύρισε με την φωνή της να τρεμοπαίζει σαν φλόγα. Με το ζόρι άκουσα τι είπε γιατί ψιθύρισε.

Η συνέχεια αποδείχτηκε μοιραία. Δεν μπορούσα να μην παραδεχτώ την αλήθεια στα λόγια που επακολούθησαν.

«Σ’ αγαπώ.» η φωνή της στο τέλος έσπασε σε αυτό το συναίσθημα που δεν ήξερα τι ακριβώς ήταν μέχρις χτες. Ήταν ο έρωτας. Όχι τώρα σκέφτηκα από μέσα μου. Δεν ήξερα τι ένοιωθα σχετικά με την Ιουλιέτα και δεν μπορούσα να το μάθω τώρα.

Δεν ήξερα αν η μητέρα μου είναι καλά, εάν εγώ είμαι καλά. Αυτό θα με σκότωνε τώρα.

«Δεν ξέρω.» απάντησα ψιθυριστά. Δεν κατάλαβε τι εννοούσα αλλά φτάνει και μόνο που άκουσα τον εαυτό μου να λέει μπροστά της την αλήθεια. Δεν ήξερα.

Έκλεισα τα μάτια μου. Έπειτα από λίγο άκουσα βήματα στην σκάλα. Το χνότο της Ιουλιέτας ακουγόταν όλη αύτη την ώρα δίπλα μου. Δεν μιλούσε όμως. Άνοιξα τα μάτια μου και είδα τη μητέρα μου να κατεβαίνει την σκάλα. Η Ιουλιέτα σκούπισε τα μάτια της. Έκλαιγε.

Ο Καρλάιλ ήταν φανερά ανήσυχος.

«Κύριε Μέισεν.» είπε και πλησίαζε δίπλα μου «Φοβάμαι πως η υγεία της μητέρας σας χειροτερεύει. Θα πρέπει να μεταφερθεί στο νοσοκομείο οπού θα μπορώ να την παρακολουθώ.»

Τα λόγια του με συγκλόνισαν έπρεπε να περιμένω κάτι τέτοιο. Ήταν χάλια. Έκλεισα για άλλη μια φόρα τα μάτια μην θέλοντας να αντικρίζω τα προβλήματα μου. Σε λίγα λεπτά ήμουν μέσα σε μια άμαξα και πλησίαζα προς το νοσοκομείο.

***

Η πτέρυγα του νοσοκομείου που φιλοξενούσε όσους έπασχαν από την ισπανική γρίπη χωριζόταν σε χιλιάδες μικρά δωμάτια. Το καθένα είχε ένα κρεβάτι και έναν μικρό μαρμάρινο νιπτήρα. Καθόμουν σε μια ξύλινη καρέκλα μέσα σε ένα τέτοιο δωμάτιο και κοιτούσα την μητέρα μου ξαπλωμένη στο κρεβάτι.

Η Ιουλιέτα είχε μαζέψει τα πράγματα της και είχε έρθει μαζί μας. Τώρα ήταν κάπου μέσα στο νοσοκομείο. Ίσως να μην την ξαναέβλεπα ποτέ. Ένιωσα μια συνεχής ζαλάδα και κάθε τόσο βήχας συγκλόνιζε τον λαιμό ο όποιος έκαιγε. Η μητέρα μου κοιμόταν γαλήνια. Ιδρώτας έλουζε το μέτωπο της.

Βγήκα από το δωμάτιο και έπεσα πάνω στο γιατρό. Έπρεπε να του πω ότι μάλλον ήμουν επίσης άρρωστος. Φοβόμουν να κάνω τέτοιο. Δεν θα μπορούσα να αντέξω την αρρώστια. Θα άφηνα μόνη την μητέρα μου. Το χέρι μου άγγιξε κατά λάθος το δέρμα του χεριού του. Ήταν παγωμένο. Όσος να ήταν επειδή εγώ είχα πυρετό. Δεν έδωσα σημασία .

«Πρέπει να σας μιλήσω.» είπα και έκανα στην άκρη για να περάσει μια νοσοκόμα.

«Συμβαίνει κάτι σχετικά με την μητέρα σας;» είπε με ήρεμη φωνή.

«Όχι βασικά πρόκειται για εμένα.» έγνεψε και περίμενε να συνεχίσω. Δεν έβρισκα όμως την δύναμη. Η αλήθεια με φόβιζε. Αν τελικά πράγματι ήμουν άρρωστος δεν θα άντεχα. Τώρα τουλάχιστον υπήρχε μια ελπίδα.

«Φοβάμαι πως αρρώστησα και εγώ.» τα λόγια χόρεψαν στην γλώσσα μου και έμειναν να αιωρούνται στον αέρα. Τον είδα να ξεροκαταπίνει.

«Θα πρέπει να σε εξετάσω .» μου έκανε νόημα να τον ακολουθήσω. Χώθηκα μέσα στον στενό διάδρομο και τον ακολούθησα ως μια πόρτα που έγραφε απέξω δόκτωρ Καρλάιλ Κάλλεν. Άνοιξε την πόρτα και αντίκρισα ένα μεγάλο αρκετά φωτεινό δωμάτιο. Είχε στο κέντρο ένα γραφείο. Από πίσω υπήρχε ένα τεράστιος πινάκας ζωγραφικής.

Έδειχνε τρεις μορφές ντυμένες με όμορφα ρούχα σε ένα μπαλκόνι να κοιτούν το πλήθος από κάτω. Κρατούσαν ένα ποτήρι στο χέρι και έμοιαζαν από μια άλλη εποχή. Στον λαιμό τους κρεμόταν ένα χρυσό μενταγιόν με κάποιο έμβλημα.

Κάθισε στην πολυθρόνα πίσω από το γραφείο και μου έκανε νόημα να καθίσω. Άνοιξε ένα συρτάρι και έβγαλε ένα ασημένιο στηθοσκόπιο. Αφουγκράστηκε απαλά τους χτύπους της καρδίας μου. Ήταν έτοιμη να σπάσει από όλο τον φόρτο.

«Μάλιστα. Πολύ φοβάμαι πως θα πρέπει να μείνετε μαζί μας για κάποιες μέρες. Πιθανώς πάσχετε από την ισπανική νόσο.»

Τα λόγια του με χτύπησαν σαν δυνατά χαστούκια. Ένιωθα ακριβώς σαν ένα κυκλάμινο στο χιόνι. Ένα πανέμορφο λουλούδι σαν την ζωή μου πριν το θάνατο του πατέρα μου που τελικά όταν χιονίσει μαραίνεται και τελικά πεθαίνει.

Μετά τον θάνατο τους πατέρα μου η μητέρα μου αρρώστησε ερωτεύτηκα κάποια που δεν ήξερα και τώρα ήρθε η ώρα να γίνει το τελευταίο;

Έκλεισα για μια τελευταία φόρα τα μάτια μου αναγκάζοντας την ζαλάδα να εξαφανιστεί. Βγήκα από το δωμάτιο και μια νοσοκόμα με οδήγησε σε ένα δωμάτιο. Ξάπλωσα και ένιωσα αμέσως φυλακισμένος. Όλη μου η ζωή γκρεμίστηκε μέσα σε μόλις δυο μέρες. Δεν ήξερα πλέον τι να κάνω. Είχα αρρωστήσει από την γρίπη, με είχε ερωτευτεί μια κοπέλα που ούτε ήξερα καλά και μάλλον την ερωτεύτηκα και εγώ. Πάνω από όλα όμως ήταν η υγεία της μητέρας μου. Και τώρα ακολούθησα την ίδια οδό. Ένιωθα καταβεβλημένος. Έκλεισα τα μάτια και σε λίγο αποκοιμήθηκα.

Ονειρεύτηκα τον πατέρα μου να κάθεται μαζί με την μητέρα μου στον κήπο μας. Κάτω από τις δυο ανθισμένες κατακόκκινες πασχαλιές. Ήταν και οι δυο υγείες και ευτυχισμένοι.

***

Όταν άνοιξα τα μάτια μου ήταν σαν μην είχε περάσει ούτε δευτερόλεπτο. Ήμουν ακόμη στο δωμάτιο ξαπλωμένος στο κρεβάτι. Το φως που έμπαινε προηγουμένως από το παράθυρο δεν υπήρχε πλέον καθώς έξω ο ήλιος έδυε. Αφουγκράστηκα προσεχτικά. Άκουγα μια φωνή να μιλάει σε κάποιον. Ήταν πολύ σιγά αλλά παρόλα αυτά μέσα στην απόλυτη σιγή που επικρατούσε στο δωμάτιο μπορούσα να την ακούσω. Δεν μπορούσα όμως να καταλάβω τα λόγια.

Η φωνή μου θύμιζε εκείνη της Ιουλιέτας. Τα λόγια της ‘σ’ αγαπώ’ ήταν τελευταία λέξη που είχα ακούσει από τα χείλη της. Ακόμα δεν ήξερα τη να απαντήσω σε κείνη την δική της φράση. Η φωνής σε λίγο σταμάτησε. Το κεφάλι μου πονούσε αφόρητα και ένιωθα το λαιμό μου να καίει.

Η πόρτα άνοιξε και μια νοσοκόμα μπήκε στο δωμάτιο. Άφησε την πόρτα ανοιχτή και πλέον μπορούσα να ακούσω καθαρά την φωνή. Ήταν της μητέρας μου. Τα λόγια της ήταν μπερδεμένα δεν είχα ιδέα τι εννοούσε.

«Σε ικετεύω κάνε ότι μπορείς να κανείς για να σώσεις τον γιό μου.»

Δεν άντεχα άλλο το βάρος όλων αυτών. Ένιωθα ένα βάρος να πλακώνει την καρδια μου. Βήχας συγκλόνισε τα πάντα. Είδα την νοσοκόμα να βγαίνει από το δωμάτιο. Έκλεισα για ένα δευτερόλεπτο τα μάτια μου.

Τα άνοιξα μετά από λίγο. Ίσως όμως και να ήταν έπειτα από ώρες. Μπορεί να είχα αποκοιμηθεί. Είδα την πόρτα να ανοίγει ξανά και μια μορφή μπήκε μέσα. Δεν μπορούσα να δω καθαρά. Δάκρυα έτρεχαν στα μάτια μου. Δεν έπρεπε να αφήσω την μητέρα μου. Ειδικά τώρα δεν έπρεπε να την αφήσω μόνη.

Είδα την μορφή του Καρλάιλ να με πλησιάζει. Το χέρι του άγγιξε το λαιμό μου. Ήταν παγωμένο σαν να άγγιξα χιόνι. Τα δάκρυα έτρεχαν στα ματιά μου. Ένιωσα το χέρι του να τρέμει. Σαν να δίσταζε.

Ένιωσα τα χείλη του να αγγίζουν τον λαιμό μου. Η υφή των δοντιών του σκάλισε το δέρμα μου. Μετά όλα κατακλείστηκαν από πόνο. Καιγόμουν καθώς τα δόντια του μπήγονταν στην σάρκα του λαιμού μου.

2 σχόλια:

alexia είπε...

Πολύ ωραίο! επιτέλους βρήκα χρόνο να το τελειώσω! Τη λυπήθηκα λιγάκι την Ιουλιέτα, παρόλα τα προβλήματα θεωρώ πως ο Εντουαρντ ήταν λιγάκι σκληρός και ψυχρός..θα μου πείς φυσικό είναι αφου του συνέβησαν τόσα μαζί..τέλος πάντων η Ιουλιέτα δεν είχε τύχη με τον Εντουαρντ φάνηκε από νωρίς. Πολύ μου άρεσε πάντως μπράβο Gerrάκο μου!!

gerry είπε...

Αλεξια μου σε ευχαριστω τοσο πολυ που το διαβασες και για τα σχολια σου. Οντως δεν ειχαν μελλον μαζι και ο Εντουαρντ εξαλλου δεν την αγαπησε πραγματικα, ή ακομη και εαν το εκανε ολα αυτα που περασε τον εκαναν να μην το καταλαβει. Χαιρομαι που σου αρεσε! :)