BLOGGER TEMPLATES - TWITTER BACKGROUNDS »

Τρίτη 10 Αυγούστου 2010

Palazzo Dei Priori




                                              12ο Κεφάλαιο
                                              H Επιστροφή


Edwards POV

Σηκώθηκα και την προσπέρασα.

Το δυσκολότερο κομμάτι από την στιγμή που ο Άρο με είχε φυλακίσει εδώ μέσα ήταν όταν ξαφνικά αποφάσιζε να μου μιλήσει. Όταν η Μπέλλα πέθανε είχα έρθει και ζήτησα από τον Άρο να πεθάνω και εγώ. Δεν αντέχω να είμαι σε ένα κόσμο και η Μπέλλα να είναι νεκρή. Να ξέρω πως μόνο το μισό του εαυτού μου πατάει πάνω στην γη.

Ο Άρο προφανώς δεν το καταλαβαίνει αυτό. Έβαλε το Άλεκ να με κάνει να χάσω της αισθήσεις μου και με ανάγκασε να γίνω μέλος της φρουράς του. Όταν ξύπνησα περίμενα ότι θα βρισκόμουν στον παράδεισο μαζί με την Μπέλλα. Ανέκτησα όμως τις αισθήσεις μου μέσα σε ένα δωμάτιο κάτω από ένα κρεβάτι με ουρανό φορώντας τα απαίσια ρούχα που συνήθως φοράνε οι Βολτούρι και το χειρότερο από όλα το χρυσό μενταγιόν με το έμβλημα των Βολτούρι στο λαιμό. Ακόμα πλέον δεν είχα το διακαίωμα να συνεχίσω την χορτοφαγική μου ζωή.

Ο Άρο με αναγκάζει να τρώω ανθρώπους. Εγώ αυτό το σιχαίνομαι περισσότερο από τίποτα άλλο. Γιατί σιχαίνομαι και αυτό που είμαι. Τελικά κατέληξα να τρώω μόνο μια φορά την εβδομάδα όσο δύσκολο και αν είναι. Έτσι τιμωρώ και τον εαυτό μου γιατί εγώ φταίω που η Μπέλλα είναι νεκρή. Όσο και αν προσπαθήσω ξέρω ότι ο Άρο δεν θα με σκοτώσει ποτέ και θα μείνω εδώ παγιδευμένος. Κανένας από την οικογένεια μου δεν ξέρει που πραγματικά είμαι.

Για λόγους που ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω ο Άρο έχει φυλακίσει λυκάνθρωπους για να μην μπορεί η Άλις να δει το μέλλον. Ακούω συνεχώς μέσα από τι σκέψεις όλων στην φρουρά για κάποιο σχέδιο που ακόμα δεν έχει ξεκαθαρίσει στο μυαλό μου. Λείπουν κάποια κομμάτια από το πάζλ. Συνέχισα να περπατάω αργά στον διάδρομο με μόνο φως δαυλούς που υπήρχαν στο τοίχο.

Μες στην απόλυτη ησυχία τα βήματα μου αντηχούσαν στο μαρμάρινο δάπεδο. Προσπέρασα το γραφείο της Τζιάνα. Καθόταν στην πολυθρόνα και διάβαζε. Την χαιρέτησα ευγενικά. Μου έγνεψε χαμογελώντας. Συνέχισα να περπατάω προσπερνώντας την μικρή ξύλινη πόρτα που υπήρχε στο διάδρομο κρυμμένη πίσω από την ταπετσαρία και κατευθύνθηκα προς την κεντρική επιβλητική πόρτα που ήταν στολισμένη με χρυσάφι. Έπιασα με τα χέρια μου τα δυο πόμολα και γύρισα ελαφρώς. Ήταν κλειδωμένη. Δεν ήθελα να μπω από την πλάγια μικρή πορτούλα. Με αυτό τον τρόπο, να μπαίνω εντυπωσιακά όποτε με ζητούσε ο Άρο, έδειχνα την δυσαρέσκεια μου που με είχαν εδώ φυλακισμένο και ότι δεν μπορούν να με κάνουν ότι θελήσουν.

Έστριψα δυνατά τα πόμολα και έσπασα την κλειδαριά. Ένα κομμάτι ξύλου πετάχτηκε με ένα εκκωφαντικό θόρυβο στο πάτωμα. Την άνοιξα διάπλατα και μπήκα μέσα. Το δωμάτιο ήταν άδειο. Μόνο ο Άρο καθόταν στον θρόνο του γερμένος ελαφρά στο πλάι.

«Έντουαρντ.» είπε με γλυκό τόνο και σηκώθηκε, κατέβηκε τα τρία σκαλοπάτια στο βάθρο που υπήρχαν οι θρόνοι και με πλησίασε.

«Λοιπόν;» ο τόνος μου ήταν παγερός. Ο άνθρωπος που με κρατάει εδώ φυλακισμένο και ξέροντας ότι η Μπέλλα είναι νεκρή ουσιαστικά με σκοτώνει. Οπότε γιατί να έχω καλύτερη αντιμετώπιση προς αυτόν; Οι σκέψεις του όπως πάντα όταν είναι μαζί μου ήταν στα ιταλικά . Προσπαθούσε να τις κρύψει. Από τα στοιχειώδη ιταλικά που ξέρω δεν καταλάβαινα σχεδόν τίποτα. Προσπάθησα να πιάσω κάποιες κουβέντες. Ξαφνικά του ξέφυγε το όνομα της Μπέλλας. Προσπάθησα να επικεντρωθώ αλλά έπιασα μόνο την φράση ''Bella e vivo''. Ότι ιταλικά ήξερα μου ήρθαν στην μνήμη το e σίγουρα σήμαινε είναι. Η Μπέλλα είναι.

«Τι είναι η Μπέλλα;» είπα με κοφτό τόνο φανερά νευριασμένος. Προσπάθησε να χαμογελάσει και έκανε τον αδιάφορο.

«Απολαμβάνεις την διαμονή σου εδώ Έντουαρντ;» με ρώτησε.

Ωραία δεν θα μου πει τίποτα. Προσπάθησα να βρω αν η λέξη μοιάζει με κάποια λατινική. Λατινικά ήξερα τέλεια.Vivo. Μοιάζει με την λέξη vivus που έγινε vivos που θα πει ζωή γιατί προήλθε από την αρχαία θεά της ζωής vesta. Άρα καταλήγουμε στο αποτέλεσμα η Μπέλλα είναι και vivo, ζωή.

Πάγωσα. Μετά από όλο αυτό τον συνειρμό επιτέλους κατάλαβα. Το τελευταίο κομμάτι στο πάζλ που απαρτίζει το σχέδιο του Άρο μπήκε στην θέση του. Η Μπέλλα είναι ζωντανή. Τώρα εξηγούνται όλα. Αμέσως ένιωσα την οργή να με κατακλύζει.

«Άρο η Μπέλλα-» άρχισα να φωνάζω τώρα «Είναι ζωντανή;» είδα στο βλέμμα του την ανυσηχία. Τον έσπρωξα απότομα προς τα πίσω και έπεσε πάνω στα σκαλιά του βάθρου σπάζοντας το μάρμαρο σαν να είναι μια ξύλινη βάρκα που συντρίβεται στα βράχια. Σκόνη μαρμάρου τινάχτηκε παντού.

Είχε αγγίξει το χέρι μου άρα ήξερε πως ξέρω. Αν φύγω από εδώ μέσα το σχέδιο του καταστρέφεται. Αν όλοι μάθουν το σχέδιο του, απειλείται η κυριαρχία των Βολτούρι. Δεν θα κατάφερνα να βγω από εδώ όμως. Είμαι ήδη νεκρός. Από μια φρουρά που απαρτίζει πάνω από πενήντα παντοδύναμους βρικόλακες με εξαιρετικά χαρίσματα δεν έχει ξεφύγει κανείς.

Πρέπει να βγω για την Μπέλλα. Νομίζει ότι είμαι νεκρός. Πάνω στην σύγχυση του άφησε όλες τους τις σκέψεις να αποκαλυφθούν. Όλα πλέον είχαν ξεκαθαρίσει. Έχει κοροϊδέψει τους πάντες. Πίστευα πως η Μπέλλα είναι νεκρή άρα το ίδιο πιστεύει και για μένα η Μπέλλα . Πρέπει να πάω να τους εξηγήσω. Να ξαναδώ τα καστανά μαλλιά της. Να μυρίσω την μυρωδιά της. Να φιλήσω απαλά τα χείλη της.

Ο Άρο σηκώθηκε αμέσως και φώναξε ένα όνομα που φοβόμουν πιο πολύ από όλα.

«Φέλιξ!» αμέσως έπεσα πάνω του. Τον έπιασα από τα πόδια, τον πέταξα στον αέρα και έπεσε πάνω στον τοίχο δημιουργώντας μια τεράστια ρωγμή. Τι κάνω; σκέφτηκα. Επιτίθεμαι στον πιο παντοδύναμο βρικόλακα στον κόσμο;

Άρχισα να τρέχω προς την πόρτα αλλά έπιασε τον μανδύα μου και με έριξε κάτω. Ένιωσα το πάτωμα να ραγίζει από κάτω μου. Σηκώθηκα όρθιος και άρχισα να τρέχω όσο πιο γρήγορα μπορούσα προς την πόρτα. Πήδηξα πάνω της και έπεσε κάτω με ένα θόρυβο τόσο δυνατό που θα έφτανε ως έξω. Θραύσματα ξύλου υπήρχαν παντού στον αέρα. Δεν έκανε καμία κίνηση να με πιάσει. Ήξερε πως ήμουν νεκρός.

Δεν θα κατάφερνα να βγω από εδώ μέσα. Είδα με την άκρη το ματιού μου τον Φέλιξ τα τρέχει προς το μέρος μου. Προσπέρασα τρέχοντας με ταχύτητα που ξεπέρναγε αυτή του ήχου το γραφείο της Τζιάνα. Χαρτιά σκορπίστηκαν παντού στον αέρα. Ο Άλεκ άρχισε να τρέχει και αυτός από πίσω μου. Άρχισε να φωνάζει διάφορα ονόματα από μέλη της φρουράς. Ένας αρκετά μεγαλόσωμος βρικόλακας που δεν ήξερα έπεσε πάνω μου. Με παγίδεψε ανάμεσα στα μπράτσα του. Προσπάθησα να τιναχτώ για να ξεφύγω αλλά δεν κατάφερα τίποτα. Με το ελεύθερο χέρι μου άρπαξα τον καρπό του και του ξερίζωσα την παλάμη.

Του ξέφυγε μια κραυγή και χαλάρωσε την λαβή του. Έπιασε την παλάμη του και άρχισε να την γλύφει για να την ξανακολλήσει. Ήταν όμως πλέον αργά. Ήδη έτρεχα τουλάχιστον είκοσι μέτρα πιο μακριά και με κυνηγούσαν τώρα πάνω από δεκαπέντε βρυκόλακες. Μια μικρόσωμη κοπέλα έτρεχε τόσο γρήγορα που σχεδόν με είχε φτάσει. Άρχισα να βλέπω την έξοδο. Ήταν μια τρύπα στην οροφή που από έξω φαινόταν σαν καπάκι υπονόμου. Ήταν όμως ψηλά για να πηδήξω. Τουλάχιστον πενήντα μέτρα πάνω από το κεφάλι μου. Αν είχα κάπου να πιαστώ θα ήταν παιχνιδάκι.

Πήδηξα στον τοίχο. Ήταν γεμάτος βρύα και υγρασία και γλίστραγε πολύ. Μες στο λιγοστό φως δεν έβλεπα πολλά, ακόμα και με την τέλεια όραση μου. Όλες οι σκέψεις όσων με κυνηγούσαν που τώρα σκαρφάλωναν και αυτοί πίσω μου ήταν κοινές. Αν δεν τον πιάσουμε απειλείται η κυριαρχία μας. Ήξεραν πολύ καλά πως αν τα έλεγα όλα στους Κάλλεν το σχέδιο καταστρεφόταν και θα μπορούσαμε να τους έχουμε στο χέρι. Κάτι τέτοιο βέβαια δεν μας ενδιέφερε και ο Άρο το ήξερε. Το μόνο που θα γινόταν αν ξέφευγα θα ήταν η ολοκληρωτική καταστροφή του σχεδίου.

Ακόμα δεν μπορούσα να πιστέψω ότι η Μπέλλα ήταν ζωντανή και πίστευε ότι ήμουν νεκρός. Της έδωσα με την βοήθεια των Βολτούρι τις χειρότερες στιγμές της. Αν πια δεν με θέλει το καταλαβαίνω. Αν ήμουν άνθρωπος σίγουρα τώρα θα έκλαιγα με λυγμούς. Είχα φτάσει ακριβώς στην τρύπα την κάλυπτε όμως ένα βαρύ μπρούτζινο καπάκι. Το έσπρωξα και βγήκα έξω. Τέλεια. Μες στο σκοτάδι όλα τα στενάκια ήταν κενά άρα ακόμα και εδώ θα μπορούσαν να με κυνηγήσουν. Τίποτα δεν έχει τελειώσει μέχρι και να μπω στο αεροπλάνο. Άρχισα να τρέχω όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Πίσω μου με κυνηγούσαν τώρα τουλάχιστον η μισή φρουρά. Οι δρόμοι ήταν κενοί.

Ήταν πολύ κοντά στο να με πιάσουν . Και τότε σταμάτησα. Ήταν λες και ο χρόνος σταμάτησε. Σαν όλα να πάγωσαν γύρω μου. Το χειρότερο πράγμα που έχω κάνει στην ζωή μου είναι να αφήσω την Μπέλλα. Πίστευα πως με αυτόν τον τρόπο θα της έκανα καλό. Μόνο κακό όμως έκανα. Και τώρα πίστευε ότι είμαι νεκρός σίγουρα θα με μισήσει. Είχε αρχίσει τώρα να βρέχει καταρρακτωδώς. Όλοι πίσω μου ήταν τόσο κοντά. Ήμουν χαμένος. Έπεσα στο λιθόστρωτο δρομάκι με την βροχή να μουσκεύει τα ρούχα μου. Ένας βρικόλακας με έπιασε από τον λαιμό και άρχισε να με τραβάει. Δεν αντιστάθηκα. Σίγουρα μετά από αυτά που της έκανα θα με μισεί. Η σκέψη αυτή αντανακλούσε έντονα στο μυαλό μου.

Όλα όσα περάσαμε μαζί άρχισαν να περνάνε από τη σκέψη μου. Και τότε κατάλαβα. Είμαι για αυτή ότι είναι και εκείνη για μένα. Δυο μισά που μαζί ολοκληρώνονται. Αν δεν επέστρεφα θα χάναμε και οι δυο το μισό μας εαυτό. Η μισή μας ψυχή. Σίγουρα με αγαπάει. Όπως την αγαπώ και εγώ. Έπρεπε να γυρίσω πίσω. Όλοι όσοι με κυνηγούσαν με είχαν περικυκλώσει. Τέσσερις βρικόλακες με είχαν πιάσει από τα μπράτσα και τα πόδια. Η αγάπη μου όμως για την Μπέλλα και η δική της αγάπη για μένα τροφοδότησαν μια δύναμη πέρα από οτιδήποτε άλλο.

Τινάχτηκα και απελευθερώθηκα από τα χέρια που με κρατούσαν. Έδωσα δυο δυνατές κλοτσιές τινάζοντας και τους τέσσερις πίσω. Έτρεξα με όλη μου την δύναμη πέφτοντας πάνω σε όσους ήταν γύρω σπάζοντας τον ασφυκτικό κλοιό τους. Άρχισα να τρέχω γρήγορα μες στην βροχή και συνέχιζαν να με κυνηγούν. Πέρασα τώρα την τεράστια πέτρινη πύλη της Βολτέρας και μετά από λίγο βρέθηκα σε μια απέραντη έκταση από λιβάδια. Το αεροδρόμιο δεν ήταν μακριά. Συνέχισαν να με κυνηγούν αλλά λιγότεροι τώρα. Έτρεχα με όλη μου την δύναμη και ένα όνομα ήταν στην σκέψη μου. Μια φράση. Μπέλλα σ' αγαπώ.

Σε λίγο άρχισα να διακρίνω το αεροδρόμιο είχα πάνω μου λίγα χρήματα μόνο. Πιστεύω να φτάσουν. Άρχισα να τρέχω πιο αργά. Πίσω μου δεν με κυνηγούσε κανεις. Είχα νικήσει την πιο δυνατή δύναμη στην γη. Έτρεξα ως το κισσέ των εισητηρίων. Το αεροδρόμιο ήταν γεμάτο κόσμο. Πολλοί με κοίταξαν πανικόβλητοι. Έτρεξα προς μια κοπέλα που ήταν καθισμένη πίσω από ένα τζάμι πλέξι-γκλάς.

«Πια είναι η επομενη πτήση για αμερική;»

«Φεύγει σε ένα λεπτό δεν θα προλάβετε. Μετά έχει ξανά σε τρεις ώρες.»

Τράνταξα με τα χέρια μου το τζαμι.

«Πρέπει να φύγω τώρα! Τις πέταξα όλα τα χρήματα που είχα πάνω μου.

«Λυπάμαι. Δεν έχουμε εισιτήρια.»

Μάζεψα τα χρήματα πάνω από τον πάγκο και έτρεξα προς ένα τουρίστα που έτρεχε πανικόβλητος κρατώντας ένα εισιτήριο για την πτήση ακριβώς που ήθελα.

«Θέλω αυτό το εισιτήριο.» είπα. Τον έπιασα από τον ώμο και του έδωσα τα χρήματα. Ήταν πολύ περισσότερα από την αξία του εισιτηρίου. Μου έδωσε αμέσως το εισιτήριο και έτρεξα προς την φυσούνα που έμπαινε μες στο αεροπλάνο. Έδωσα το εισιτήριο μου σε μια αεροσυνοδό και κοίταξα την θέση.

Ωραία πρώτη θέση. Έκατσα και αμέσως έκλεισα σφιχτά τα μάτια μου με την εικόνα της Μπέλλας στην σκέψη μου. Όταν τα άνοιξα το αεροπλάνο προσγειωνόταν. Αμέσως μόλις οι ρόδες πάτησαν στην γη κατέβηκα μανιασμένα από το αεροπλάνο και πήρα το πρώτο ταξί που βρήκα. Είχα πάνω μου τώρα μόνο λίγα δολάρια αλλά θα με πήγαινε μέχρι το σπίτι της Μπέλλας. Γύρισα το ρολόι μου στην τοπική ώρα. Έξι το πρωί. Μετά από αρκετή ώρα αναμονής που πέρασα προσπαθώντας να καλμάρω τον εαυτό μου αντίκρισα ξανά το λευκό και τόσο γνώριμο σπίτι. Έδωσα το δολάρια στον οδηγό.

«Κρατα τα ρέστα.» φώναξα. Του είχα δώσει 100$.

«Μπέλλα!» χτύπησα μανιασμένα την πόρτα και πέταξα από πάνω μου τον κόκκινο μανδύα. Έμεινα μόνο με το γαλάζιο πουκάμισο και το τζιν παντελόνι μου. Και τότε θυμήθηκα. Τι θα πω στον Τσάρλι; Άρχισα να διαβάζω την σκέψη του μανιασμένα να δω τι του είχαν πει. Άκουσα βήματα. Το κλειδί γύρισε στην κλειδαριά και εμφανίστηκε μπροστά μου ένας αγουροξυπνημένος Τσάρλι με μια ρόμπα. Τον είδα να σαστίζει. Γούρλωσε τα μάτια και παραπάτησε.

«Έντουαρντ;»

«Ηρεμήστε κύριε Τσάρλι θα σας εξηγήσω τα πάντα.»

Του είχαν πει ότι το αυτοκίνητο μου έπεσε από τον γκρεμό. Ωραία παιχνιδάκι.

«Όπως σας είπε η Μπέλλα φύγαμε και δεν είπαμε τίποτα νομίζοντας ότι θα είναι ευκολότερο για αυτή. Ήταν το μεγαλύτερο λάθος στην ζωή μου. Είχα πάει λοιπόν Ιταλία. Και είχα σκοπό να γυρίσω αμέσως και να ζητήσω συγγνώμη. Ήλπιζα να δεχτεί.»

«Ω σίγουρα θα δεχόταν αν σε άφηνα να ξαναμπείς σε αυτό το σπίτι. Δεν έπεσες όμως-»

Τον διέκοψα και συνέχισα την ψεύτικη ιστορία μου.

«Λοιπόν κάποιος στην Ιταλία μου έκλεψε το αυτοκίνητο μαζί με το διαβατήριο μου, τα εισιτήρια του αεροπλάνου και όλα μου τα χρήματα. Δυο ώρες αργότερα όπως έμαθα έπεσε από έναν γκρεμό και τα χαρακτηριστικά του αλλοιώθηκαν τόσο που τον πέρασαν για μένα και έθαψαν λάθος άνθρωπο. Εντωμεταξύ με έπιασε η αστυνομία χωρίς χαρτιά και μου εκδίκασε προσωρινή φυλάκιση. Όταν βγήκα δανείστηκα λίγα λεφτά από όπου μπορούσα αλλά δεν απάνταγε κανείς. Μόλις χτες βγήκα. Πήρα λοιπόν το πρώτο αεροπλάνο και ήρθα εδώ.»

Σίγουρα όταν θα ξαναέβρισκα την Μπέλλα έπρεπε λίγο να καλυτερέψουμε την ιστορία αλλά για την ώρα αρκούσε. Η αντίδραση του ήταν κάτι που δεν το περίμενα. Δάκρυσε και με αγκάλιασε σφιχτά.

«Μην το ξανακάνεις ποτέ αυτό στην Μπέλλα. Είσαι και εσύ γιος μου όσο είναι η Μπέλλα κόρη μου. Σε παρακαλώ Έντουαρντ τρέξε να την βρεις και πέσε στα πόδια της αν χρειαστεί για να την ξανακάνεις ευτυχισμένη. Με κοίταξε στα μάτια και χαμογέλασε.»

«Σε παρακαλώ.»

Σκούπισε το πρόσωπο του.

«Το υπόσχομαι αρχηγέ.» είπα και χαμογέλασα.«Θα την κάνω ευτυχισμένη. Το υπόσχομαι θα την προσέχω.Όταν έφυγα η κάρδια μου ήταν εδώ. Ήταν ότι πιο ηλίθιο έχω κάνει στην ζωή μου. Που είναι η Μπέλλα;»

«Έχει πάει με την οικογένεια σου για camping.Θα της έκανε καλό να βγει λίγο από την θλίψη της.»

Δεν άφησα να φανεί η απορία στο πρόσωπο μου. Κάτι κακό συνέβαινε.

«Θα πάω να την βρω αμέσως. »

«Και κανονικά θα έπρεπε να σας τιμωρήσω για το υπόλοιπο της ζωής σας.» Με αγκάλιασε ξανά όπως ένας πατέρας αγκαλιάζει τον γιο του. Τον χαιρέτησα και βγήκα από την αυλή άρχισα να τρέχω αργά στην αρχή και όταν βγήκα στο δάσος γρηγορότερα.

Θα έχουν πάει σίγουρα στο χωράφι που παίζουμε baseball. Μετά από λίγα λεπτά τρέξιμο όλες οι σκέψεις της οικογενείας του Ελεάζαρ που σίγουρα ήταν εδώ αντήχησαν στο μυαλό μου.

Ακολούθησαν και αυτές όλων των λύκων εκτός του Τζέικομπ. Είχαν όλη μια κοινή σκέψη. Η Βικτωρία θα επιτεθεί από λεπτό σε λεπτό. Η Βικτώρια; Όσο έλειπα έγιναν πολλά πράγματα. Έτρεξα στο χωράφι. Μόνο η Άλις ήταν γυρισμένη προς το μέρος μου και μόλις με είδε σάστισε.

«Έντουαρντ;» έτρεξα και την αγκάλιασα.

«Οι Βολτούρι με παγίδευσαν. Σας παγίδευσαν όλους. Θα σας εξηγήσω τα πάντα. Νόμιζα πως δε θα σας ξαναέβλεπα ποτέ.» Η Ρόζαλι έτρεξε και με αγκάλιασε τόσο σφιχτά μου θα μου έσπαγε τα πλευρά. Με φίλησε και στα δυο μάγουλα.

«Μην το ξανακάνεις ποτέ αυτό Έντι. Ποτε.»

Το πρόσωπο της έλαμπε όπως και αυτό της Έσμε. Ο Καρλάιλ με αγκάλιασε.

«Οι Βολτούρι θα πληρώσουν για αυτό.»

«Τι συμβαίνει;» ρώτησα την Άλις ανήσυχος.

«Η Βικτώρια από στιγμή σε στιγμή θα επιτεθεί. Έχει φτιάξει ένα στρατό νεογέννητων βρικολάκων.»

«Η Μπέλλα; Πρέπει να την δω αμέσως. Μόλις τελειώσουν όλα θα σας εξηγήσω. Που είναι όμως;»

«Είναι στα βουνά. Είναι ασφαλής με τον Τζέικομπ.»

Τί; αυτό το λένε ασφάλεια;

«Ακολούθησε την μυρωδιά του Τζέικομπ και θα την βρείς.» Αμέσως έπιασα την μυρωδιά του. Καθώς έφευγα άκουσα και ένα θόρυβο από πάρα πολλά βήματα βρικολάκων. Άρχισα να τρέχω προς την μυρωδιά και αφού ανέβηκα αρκετά γύρισα και κοίταξα πίσω μου. Τριάντα νεογέννητοι έτρεχαν προς την οικογένεια μου την οικογένεια του Ελέαζαρ και τους λύκους. Οι λύκοι αμέσως άρχισαν να ξεκοιλιάζουν του βρικόλακες. Το τελευταίο που είδα πριν συνεχίσω την ανάβαση ήταν την Άλις να αποκεφαλίζει κάποιον.

Η Βικτώρια δεν ήταν πουθενά. Αμέσως τρόμος με κατέκλυσε και έπιασα στον αέρα την μυρωδιά της Μπέλλας. Η μυρωδιά του Τζείκομπ δεν είχε καλύψει τα ίχνη της. Και έπιασα μια ακόμα μυρωδιά.

Την μυρωδιά της Βικτωρίας. Άρχισα να τρέχω όσο πιο γρήγορα μπορούσα.

2 σχόλια:

Christina είπε...

Τώρα τι να πω;Να πω τέλειο; Φοβερο;
Έχεις τόσο ταλέντο...Μπράβο!!!

gerry είπε...

Σ' ευχαριστώ πάρα πολυ Χριστίνα..πραγματικά τα σχόλια σου με οθούν να συνεχίσω..ευχαρίστω..