BLOGGER TEMPLATES - TWITTER BACKGROUNDS »

Παρασκευή 25 Φεβρουαρίου 2011

Στοχεύοντας Τα Αστέρια




                                                6ο Κεφάλαιο                                             
                                             Διάθλαση Φωτός


Alices POV

Ο απόηχος δυνατών χτυπημάτων σε μια πόρτα πέρασε μέσα από το νερό στα αφτιά μου. Βγήκα έξω με κομμένη την ανάσα. Τα κοντά μαλλιά μου έσταζαν και κρύωνα. Δεν ήξερα πόση ώρα ήμουν μέσα στο νερό. Το μυαλό μου ήταν ακόμη θολό. Ο ήχος των χτυπημάτων δυνάμωσε τώρα που είχα βγει από το νερό.

Συνοδευόταν από φωνές. Δεν είχα τον χρόνο να καταλάβω τι έλεγαν. Τα δάκρυα έτρεχαν συνεχώς από τα μάτια μου χωρίς λόγο. Μου έλειπε η οικογένεια μου, το σπίτι μου, αλλά περισσότερο από όλα μου έλειπε η ευτυχία. Ακόμα κουδούνιζαν στα αφτιά μου τα λόγια της Σαμάνθα ότι στο άσυλο δουλεύουν μόνο γυναίκες. Ο άντρας με τα χρυσαφένια μάτια δεν υπάρχει.

Χτύπησα με δύναμη το νερό με το χέρι μου. Χιλιάδες μικρές μπουρμπουλήθρες ακολούθησαν το χτύπημα μου. Οι φωνές πλέον αντηχούσαν καθαρά στα αφτιά μου. Προσπάθησα να συνέλθω από την έλλειψη οξυγόνου. Ένιωθα ένα δυνατό πόνο στο στήθος. Βγήκα έξω από το νερό και προσπάθησα να ισορροπήσω στο μαρμάρινο δάπεδο. Έριξα μια τελευταία ματιά στο σκούρο γκρίζο νερό και κουκουλώθηκα με την φθαρμένη πράσινη πετσέτα που ήταν ακουμπισμένη σε ένα γάντζο.

Τύλιξα με την πετσέτα τα αφτιά μου για να καλύψω τα συνεχή χτυπήματα στην πόρτα και τις φωνές που προέρχονταν απ’ έξω. Ντύθηκα γρήγορα, προσπαθώντας ακόμα να χωνέψω ότι για πρώτη ίσως φορά αυτά τα όνειρα που έβλεπα συνεχώς πλέον, δεν θα έβγαιναν αληθινά. Και χωρίς να ξέρω γιατί, αυτό με πονούσε. Για κάποιο λόγο αυτός ο νεαρός με τα χρυσά μάτια με έκανε να νιώθω ζεστασιά. Να νιώθω σαν να βλέπω κάποιο μέλος της οικογένειας μου.

Άφησα την πετσέτα ξανά στο γάντζο και χαϊδεύοντας παράλληλα τα βρεμένα κοντά μαλλιά μου, χωρίς να έχω συνέλθει από την ιδέα ότι οι πανέμορφες μπούκλες μου χάθηκαν, πήγα προς την πόρτα. Δεν πρόλαβα να ακουμπήσω το πόμολο όταν η πόρτα άνοιξε απότομα.

Αντίκρισα την κυρία Hebrew να κοπανάει με μανία την πόρτα. Δεν μίλησε. Με κοίταξε με ένα βλέμμα που από μόνο του έλεγε τα πάντα. Ήξερα τις επιπτώσεις αυτού. Είχα μείνει στο δωμάτιο για περισσότερο από δέκα λεπτά. Πέρασα από μπροστά της δαγκώνοντας τα χείλη μου και πήγα προς την Σαμάνθα. Με κοιτούσε ανήσυχη και δεν μιλούσε ούτε εκείνη.

Ήταν ξαφνικά σαν να είχαν χάσει όλοι την δυνατότητα ομιλίας.

«Είσαι καλά;» είπε απλά.

«Καλά είμαι.» ήταν το μόνο που βρήκα να απαντήσω.

«Τι συνέβη; Ήσουν εκεί σχεδόν δέκα λεπτά.» Με κοίταξε στα μάτια αλλά απέστρεψα το βλέμμα μου. Ένιωσα το χέρι της στον καρπό μου. Με ανάγκασε να την κοιτάξω στα μάτια τραβώντας προς το μέρος της το χέρι μου.

«Τίποτα απλά-» δεν βρήκα κάτι να πω. Δεν μπορούσα να της πως πόσο μόνη ένιωθα. Δεν μπορούσα να της πω για τα όνειρα που βλέπω σχεδόν συνέχεια πλέον. Δεν μπορούσα, ούτε ήξερα πως να της πω για πιο λόγο είμαι εδώ. Δεν ήξερα καν για πιο λόγο ήταν εκείνη εδώ.

«Κοίτα-» έκανε μια μικρή παύση σαν να σκεφτόταν και συνέχισε. «Σήμερα το απόγευμα, σε μια ώρα ακριβώς από τώρα θα μας φέρουν κάτι να φάμε.» έκανε μια μικρή παύση και μουρμούρισε κάτι αλλά δεν άκουσα τι είπε. Συνέχισε μιλώντας ψιθυριστά πλέον.

«Εκείνη την ώρα θα ανοίξει η πόρτα μόλις μια χαραμάδα. Αθόρυβα πέρνα από μέσα και βγες στο διάδρομο. Θα σε περιμένω εκεί. Το έχω δοκιμάσει πολλές φορές. Έτσι ξέρω εξάλλου ότι σε έφεραν εδώ.» Προσπάθησα να θυμηθώ αν όταν με έφεραν εδώ, την στιγμή που είχα χαθεί μέσα στο σκοτάδι, υπήρχε κάποια μορφή κοντά μου. Δεν θυμάμαι να υπήρχε κανείς, μέσα στο απόλυτο σκοτάδι.

«Που θα πάμε;» ρώτησα μιλώντας όσο πιο σιγά μπορούσα.

«Θέλω να σου δείξω κάτι.» Είπε απλά. Προσπάθησα στο μισοσκόταδο να διακρίνω αν η παράξενη νότα που υπήρχε στην φωνή της όταν το έλεγε αυτό υπήρχε και στο βλέμμα της.

«Πως θα ξέρω αν πέρασε η ώρα;» ρώτησα σχεδόν πνίγοντας κάθε λέξη για να μην ακουστεί στην απόλυτη ησυχία που είχε απλωθεί γύρω μας.

«Απλά πρέπει να έχεις καλή ακοή. Θα έρθουν χωρίς φανάρι.» Στα λόγια της πανικοβλήθηκα. Και αν δεν το καταλάβω; Και αν όταν βγω δεν μπορώ να την βρω πουθενά και χαθώ μέσα στα σκοτάδια χωρίς να μπορώ να επιστρέψω στο δωμάτιο μου;

«Θα τα πούμε σε μια ώρα.» Ψιθύρισα αποφασιστικά την ώρα που μια νεαρή κοπέλα με έπιασε από το χέρι για να με οδηγήσει στο δωμάτιο μου. Το άγγιγμα της ήταν απαλό και όχι βίαιο όπως της κυρίας Hebrew. Τα χέρια της όμως ήταν παγωμένα. Το επόμενο πράγμα που είδα πριν μας πνίξει το σκοτάδι των διαδρομών προς το δωμάτιο μου ήταν την Σαμάνθα να μπαίνει μέσα στο δωμάτιο από την μεγάλη δίφυλλη πόρτα.

Προσπάθησα να ακολουθήσω το γρήγορο βήμα της κοπέλας που με συνόδευε μέσα στο σκοτάδι. Δεν είχα ιδέα προς τα που ήταν το δωμάτιο και το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να είμαι συνεχώς κολλημένη στον τοίχο για να μην χαθώ και να ακολουθώ τον ήχο των βημάτων της. Έπειτα από τόσες ώρες στο σκοτάδι είχα αρχίσει να αλληθωρίζω. Άκουσα τον ίδιο θόρυβο που με είχε ξυπνήσει και προηγουμένως.

Σίδερο που τρίβεται πάνω σε σίδερο. Ένα χέρι με οδήγησε μέσα στο δωμάτιο μου. Ανοιγόκλεισα πολλές φορές τα μάτια μου για να προσδιορίσω τον χώρο που βρισκόμουν. Η πόρτα έκλεισε πίσω μου. Ξάπλωσα στο πάτωμα. Τα βρεμένα μου μαλλιά έσταζαν στους ώμους μου και με έκαναν να κρυώνω. Έσφιξα τα δόντια μου επειδή άρχισαν να χτυπούν μεταξύ τους και κουκουλώθηκα σε μια μικρή μπάλα.

Προσπάθησα να ζεστάνω τα χέρια μου. Έκλεισα τα μάτια μου και ανασηκώθηκα. Ακούμπησα στο τοίχο πίσω μου και άνοιξα ξανά τα μάτια μου. Δεν υπήρχε καμία διαφορά. Το μόνο που έβλεπα ήταν το ατέλειωτο σκοτάδι να με πνίγει.

Φαντάστηκα ότι βρίσκομαι στον κήπο μας και βοηθώ τον πατέρα μου να μαζέψει γογγύλια. Ήταν πριν μόλις λίγες μέρες που η σκηνή αυτήν δεν ήταν παρά μόνο μια ανάμνηση αλλά πραγματικότητα. Τότε είχα μόλις αρχίσει να βλέπω τόσο συχνά αυτά τα απαίσια όνειρα που μου στέρησαν την οικογένεια μου. Έκλεισα σφιχτά τα μάτια μου και άφησα ένα δάκρυ να γλιστρήσει στο μάγουλο μου. Σε λίγο είχα αποκοιμηθεί με την εικόνα χιλιάδων πολύχρωμων λουλουδιών γύρω μου.

Βρισκόμουν σε ένα μεγάλο κήπο, με δέντρα, λουλούδια και καταπράσινο γρασίδι. Κάποια κελαηδίσματα πουλιών σε συνδυασμό με το θρόισμα των φύλλων ήταν το μόνο που ακουγόταν στο χώρο. Με αναγνώρισα ξανά από το λακκάκι στο μάγουλο μου. Ήμουν σε μεγαλύτερη ηλικία καθισμένη στον ίσκιο κάτω από ένα δέντρο. Άφηνα τις αχτίνες που περνούσαν μέσα από τα καταπράσινα φύλλα να χτυπούν το πρόσωπο μου. Έκλεισα τα μάτια μου και άφησα τον ήλιο να ζεστάνει το πρόσωπο μου. Ξαφνικά άκουσα κάποιον να κάθεται δίπλα μου. Δεν έδωσα σημασία. Το μόνο που έκανα ήταν να ανοίξω τα μάτια μου κοιτάζοντας τα κομμάτια του μπλε ουρανού ανάμεσα στα φύλλα.

Γύρισα το κεφάλι μου στο πλάι και αντίκρισα τα χρυσαφένια μάτια του να με κοιτάζουν. Με πλησίασε και άγγιξε απαλά με τα χείλη του τα δικά μου. Έκλεισα τα μάτια μου και ανταπέδωσα το φιλί. Ένιωσα την ζεστασιά να καλύπτει κάθε σημείο του κορμιού μου. Κάθε αίσθηση κατέρρευσε καθώς τα χείλη του απαλά φιλούσαν τα δικά μου.

Και τότε απομακρύνθηκε. Άγγιξε απαλά το χέρι μου. Ένιωσα μόνο κρύο να με κατακλύζει. Απομάκρυνα το χέρι μου από το δικό του και τον κοίταξα στα χρυσάφι του μάτια. Ένιωσα ένα ρίγος φόβου να διαπερνά το κορμί μου. Τα χείλη μου ήταν παγωμένα.

Άνοιξα τα μάτια μου. Σκοτάδι. Προσπάθησα να επικεντρώσω κάπου το βλέμμα μου για να μπορέσω να διακρίνω το δωμάτιο γύρω μου. Για πρώτη φορά από όταν άρχισα να βλέπω τα όνειρα με τον νεαρό με τα χρυσά μάτια δεν ένιωθα θαλπωρή να κατακλύζει το κορμί μου. Το μόνο που ένιωθα ήταν κρύο. Κοίταξα ανήσυχη τριγύρω. Δεν ήξερα πόση ώρα είχε περάσει. Ανασηκώθηκα και αφουγκράστηκα. Δεν ακουγόταν τίποτε. Πέρασα το χέρι μου μέσα από τα στεγνά πλέον μαλλιά μου και ακούμπησα πάλι πίσω. Ήταν το πιο όμορφο όνειρο που είχα δει με τον νεαρό με τα χρυσαφένια μάτια και όμως αντί να νιώθω όμορφα ένιωθα μόνο κρύο. Προσπάθησα να καταλάβω πόση ώρα είχε περάσει. Αν είχαν φέρει το φαγητό μου και η Σαμάνθα είχε βγει και με περίμενε μόνη μέσα στο σκοτάδι;

Σηκώθηκα και ψηλάφισα την περιοχή κοντά στην πόρτα. Δεν υπήρχε τίποτα εκτός από το πέτρινο δάπεδο. Δεν είχαν έρθει ακόμα. Κάθισα πάλι στο πάτωμα και μιας και δεν είχα τίποτα να κάνω για να περάσω την ώρα μου προσπάθησα να αναλύσω το πιο όμορφο όνειρο που είχα δει ποτέ. Αν ο άντρας με τα χρυσά μάτια δεν υπάρχει τότε όλα αυτά τα όνειρα είναι ανούσια. Ότι έχω δει όμως έχει συμβεί άρα γιατί τόσα πολλά όνειρα για κάτι που δεν θα συμβεί; Και αν η Σαμάνθα έκανε λάθος και υπήρχαν άντρες στο άσυλο; Το όνειρο αυτό ήταν το πιο παράξενο που είχα δει μέχρι τώρα. Γιατί να νιώθω τόσο κρύο καθώς τον άγγιξα; Σχεδόν ακόμη μπορούσα να νιώσω το κρύο να απλώνεται στα χείλη μου.

Τις σκέψεις μου διάκοψε ένας σφυριχτός ήχος. Ίσα που ακούστηκε αλλά απλώθηκε στο μικρό δωμάτιο μου κάνοντας αντίλαλο τριγύρω στους τοίχους. Για πρώτη φορά από όταν είχα έρθει, άρχισα να φοβάμαι το σκοτάδι. Ο ήχος ακούστηκε ξανά μόνο που αυτήν την φορά κράτησε περισσότερο και ήταν πιο δυνατός. Μαζί με αυτόν ακολούθησε ο γνωστός ήχος από σίδερο που τριβόταν σε σίδερο. Ένα δροσερό ρεύμα αέρα με τύλιξε και άκουσα κάτι να ακουμπάει στο έδαφος. Είχαν έρθει.

Σηκώθηκα και κράτησα την αναπνοή μου. Έφτασα δίπλα στην πόρτα και άπλωσα το χέρι μου. Εκεί που κανονικά έπρεπε να υπήρχε η ξύλινη επιφάνεια της πόρτας υπήρχε μόνο κενό. Με ένα μεγάλο βήμα γλίστρησα έξω από το δωμάτιο ακριβώς την στιγμή που άκουσα ξανά τον γνώριμο ήχο. Στάθηκα δίπλα στην πόρτα περιμένοντας να ακούσω αυτόν που είχε ανοίξει την πόρτα να φεύγει. Άκουσα τον ήχο βημάτων που όλο και γινόταν πιο σιγανός. Έπειτα άκουσα ξανά αλλά πολύ πιο μακριά τον ήχο από σίδερο που τρίβετε πάνω σε σίδερο. Τα είχα καταφέρει. Είχα βγει από το δωμάτιο.

άρχισα να βηματίζω δίπλα στο τοίχο ψηλαφώντας προσεχτικά για την πόρτα του δωματίου της Σαμάνθας. Ήταν ακριβώς δίπλα από το δικό μου, άρα δεν θα ήταν μακριά. Αφουγκράστηκα προσεχτικά για να ακούσω την αναπνοή της αλλά το μόνο που ακουγόταν ήταν τα βήματα της γυναίκας που όλο και απομακρυνόταν.

«Σαμάνθα;» ψιθύρισα με την σκέψη ότι ίσως να μην είχε καταφέρει να βγει από το δωμάτιο της, να περνάει από το μυαλό μου. Απότομα ένα χέρι μου έκλεισε το στόμα. Ένιωσα ένα ρίγος φόβου να διαπερνάει όλη την πλάτη μου. Γύρισα απότομα και αντίκρισα μέσα στο σκοτάδι την λάμψη των ματιών της.

«Σσς.» Μέσα στα σκοτάδια οτιδήποτε λέμε μεταδίδεται σε όλο τον χώρο.

«Με τρόμαξες.» ψιθύρισα και σχεδόν αμέσως την είδα ξανά να μου κλείνει το στόμα. «Έλα.» είπε και με έπιασε από το χέρι. Άρχισε να τρέχει στο σκοτάδι αφήνοντας με να προσπαθώ να ακολουθήσω το γρήγορο βήμα της. Το χέρι της όλο και με τραβούσε περισσότερο και με το ζόρι ισορροπούσα με στο απόλυτο σκοτάδι.

Πρέπει να είχε πάει αρκετές φορές εκεί που πηγαίναμε, γιατί έδειχνε να ξέρει ακριβώς που να στρίψει ακόμα και στο σκοτάδι. Ξαφνικά σταμάτησε. Άφησε το χέρι μου. «Μείνε εδώ.» ψιθύρισε και άκουσα τα βήματα της να απομακρύνονται. Παρέμεινα ολομόναχη στο σκοτάδι. Μετά από λίγο ένα χέρι έπιασε ξανά το δικό μου.

«Έλα βρήκα τον δρόμο.» είπε και άρχισε πάλι να περπατάει αργά αυτήν την φορά.

«Που πάμε;» κατάφερα επιτέλους να αρθρώσω. Δεν απάντησε. Την ακολουθούσα όταν ξαφνικά είδα μια μικρή αχτίδα φωτός να φωτίζει τα μάτια της. Στρίψαμε σε μια γωνία που αχνοφαινόταν στο μισοσκόταδο που επικρατούσε πλέον. Αντίκρισα ένα μεγάλο παράθυρο.

Ο ήλιος περνούσε από μέσα του φωτίζοντας το διάδρομο. Μια σειρά από πολλά παράθυρα ακολουθούσαν φωτίζοντας ένα διάδρομο που μου φαινόταν ατέλειωτος. Άφησε το χέρι μου και πέρασε στο ηλιόλουστο διάδρομο. Εγώ πλέον δεν κοιτούσα εκείνη. Δεν κοιτούσα καν μέσα στο άσυλο. Το βλέμμα μου πλανιόταν σε όλο το τοπίο έξω από τα παράθυρα, καθώς περνούσα στον ηλιόλουστο διάδρομο. Είχα να δω έστω και μια αχτίδα φωτός από όταν είχα μπει εδώ. Το μόνο που έβλεπα καθώς κοιτούσα έξω ήταν απέραντα λιβάδια πράσινου. Κάποια λουλούδια και δέντρα διέκοπταν την απόλυτη πράσινη μονοτονία. Το άσυλο ήταν κτισμένο έξω από το Μπρούκλιν σε μια απέραντη έκταση πράσινου.

Έστρεψα το βλέμμα μου στα απέναντι παράθυρα καθώς παράλληλα έτρεχα για να προλάβω την Σαμάνθα. Το τοπίο εκεί ήταν διαφορετικό. Μια τεράστια λιθόστρωτη αυλή, προφανώς αυτή που είχαμε διασχίσει πριν μπούμε στο κτήριο όταν είχα πρωτοέρθει εδώ.

«Έλα σχεδόν φτάσαμε.» είπε η Σαμάνθα κοιτώντας παράλληλα πίσω της ανήσυχη. «Κάτι ακούγεται.» ψέλλισε και προσπάθησα ταυτόχρονα να αφουγκραστώ. Βήματα. Κάποιος μας πλησίαζε. Αν έστριβε τώρα θα μας έβλεπε. Κοίταξα μακριά στο διάδρομο από όπου είχαμε έρθει και είδα μια σκιά να πλησιάζει. Η Σαμάνθα με έπιασε από το χέρι και άρχισε να τρέχει.

Έστριψε σε έναν σκοτεινό διάδρομο που φωτίζονταν αχνά από το φως που περνούσε από τα παράθυρα. Άρχισε πάλι να βηματίζει αργά και σε λίγο το μισοσκόταδο μας τύλιξε πάλι.

«Νομίζω δεν βγήκαμε από τον δρόμο.» είπε καθώς παράλληλα κοιτούσε τριγύρω. «Από εδώ.» Μου έδειξε ένα ακόμη πιο στενό διάδρομο. Το σκοτάδι ήταν πυκνότερο εδώ. Ξαφνικά μέσα στο απόλυτο μισοσκόταδο άρχισε να διακρίνεται μια παλιά ξύλινη σκάλα. Η Σαμάνθα προσεχτικά ανέβηκε το πρώτο σκαλί.

Ένα τρίξιμο διαπέρασε το σκοτάδι μέχρι τα αφτιά μου. Την ακολούθησα και προσεχτικά προσπαθώντας να ισορροπήσω με μόνη βοήθεια την σκοροφαγωμένη κουπαστή ανέβηκα την σκάλα. Οδηγούσε σε μια τρύπα στο ταβάνι. Είδα την Σαμάνθα να χάνεται μέσα της. Τεντώθηκα και έπιασα το χείλος της τρύπας με τα χέρια μου. Έσπρωξα με όση δύναμη είχα τον εαυτό μου προς τα πάνω. Γλίστρησα μέσα στην τρύπα.

το πρώτο που αντίκρισα μόλις ανέβηκα πάνω ήταν μια τεράστια άδεια σοφίτα. Το ξύλινο πάτωμα ήταν σκονισμένο και είχε τρύπες. Η ημικλινής στέγη ήταν γεμάτη ιστούς. Κατά μήκος ολόκληρης της σοφίτας υπήρχαν κάποια μεγάλα παράθυρα. Ήταν τόσο βρώμικα που το φως με το ζόρι διαπερνούσε από μέσα τους. Είδα την Σαμάνθα να κάθεται μπροστά από ένα παράθυρο ακουμπώντας σε ένα δοκάρι της στέγης που είχε καταρρεύσει στο πάτωμα. Κάθισα διπλα της.

Κοιτούσε έξω σχεδόν μαγεμένη. Είχε σκουπίσει με το φόρεμα της το παράθυρο και μπορούσες έξω να δεις από ψηλά όλο τον χώρο που περιέβαλλε το άσυλο. Στο βάθος φαίνονταν κάποια πολύ ψηλά κτήρια. Όλο το υπόλοιπο τοπίο περιλάμβανε λιβάδια με κάποια διάσπαρτα δέντρα και χωράφια και ένα λιθόστρωτο δρόμο που ξεκινούσε από την αυλή του ασύλου, περνούσε από τις περίτεχνες καγκελόπορτες και κατέληγε στα απέραντα λιβάδια. Συνεχιζόταν φιδογυριστό σαν ποτάμι μέχρι την πόλη. Ο δρόμος αυτός ήταν η μόνη μας διέξοδος από το άσυλο.

«Λοιπόν εδώ ήταν το μέρος που ήθελες να με φέρεις;» δεν απάντησε αμέσως. Κοιτούσε έξω το γαλάζιο του ουρανού και έμοιαζε να έχει απορροφηθεί από τον φως του ηλίου.

«Ναι.» είπε χωρίς να με κοιτάξει. «Εδώ είναι το μόνο μέρος που μπορώ να έρχομαι και να νιώθω ελεύθερη. Να ξεφεύγω από το απόλυτο σκοτάδι.»

«Είναι πανέμορφα.» είπα κοιτάζοντας και εγώ έξω από το παράθυρο. Ένιωθα επιτέλους ευτυχισμένη. Σηκώθηκα και γυρνώντας γύρω γύρω σε όλα τα παράθυρα, τα καθάριζα με την άκρη τους φορέματος μου. Σε λίγο το δωμάτιο είχε γεμίσει φως.

Κάθισα ξανά δίπλα στην Σαμάνθα και κοίταξα τριγύρω χαζεύοντας όλο τον κόσμο απέξω. Πλέον ήταν σαν να πετούσαμε πάνω από το άσυλο και να βλέπαμε όλη την περιοχή τριγύρω.

Άφησα τις αχτίδες του ηλίου να χαϊδέψουν το σώμα μου και επιτέλους ένιωσα ζεστασιά.

«Λοιπόν Σαμάνθα-» προσπάθησα να αρχίσω την συζήτηση. «Γιατί βρίσκεσαι εδώ; Εννοώ στο άσυλο;» όσο και αν προσπάθησα η αμηχανία σκάλιζε ακόμα την φωνή μου.

Δεν απάντησε. Κοιτούσε ακόμα έξω συγκεντρωμένη σε κάθε τι που συναντούσε το βλέμμα της σαν να προσπαθούσε να βρεθεί εκεί.

«Όταν γεννήθηκα ζούσα με την οικογένεια μου σε μια μεγάλη φάρμα στην Αριζόνα. Ήμουν μοναχοπαίδι αλλά είχα πολλούς φίλους εκεί. Ήμουν μόλις τεσσάρων όταν-» Διέκοψε όσα έλεγε και έκλεισε τα μάτια της. Συνέχισε να μιλάει έχοντας τα μάτια της κλειστά.

«Έπιασε φωτιά στην φάρμα και κάηκαν τα πάντα. Η μητέρα μου χάθηκε στην φωτιά.» Είδα κάτι να γυαλίζει ανάμεσα στα βλέφαρα της και μια διαμαντένια σταγόνα έτρεξε στο μάγουλο της.

«Ο πατέρας μου έπειτα άρχισε να πίνει και εγώ έμενα μόνη στο μικρό σπίτι που είχαμε για τα ζώα στην άκρη της φάρμας. Ήταν το μόνο που σώθηκε από την φωτιά.» Με κοίταξε στα μάτια. Τα δικά της σμαραγδένια μάτια ήταν θολά από τα δάκρυα.

«Έπειτα τρελάθηκε και ήρθαν και με πήραν. Με έφεραν εδώ. Νομίζω όμως πως είναι καλύτερα. Έρχομαι εδώ, έχω γυρίσει σχεδόν όλο το άσυλο. Περνάω καλύτερα σε σχέση με το πως περνούσα από όταν η μητέρα μου έφυγε.»

Έκανε μια παύση και κοίταξε ξανά έξω. Δεν μίλησα. Κοίταξα μαζί της τον καταγάλανο ουρανό και προσπάθησα να ακούσω το ρυάκι που έτρεχε ανάμεσα στα λιβάδια. Εξέλαβα μόνο σιωπή.

«Πως έμοιαζαν;» ψιθύρισα προσπαθώντας να την κάνω να ξεχάσει τις άσχημες στιγμές.

«Η μητέρα μου είχα πανέμορφα μαλλιά σαν τα δικά μου πριν τα κόψουν. Ήταν μπούκλες και συνήθως τα είχε μαζεμένα πάνω. Όλοι έλεγαν ότι μοιάζαμε αλλά εγώ πιστεύω ότι ήταν πολύ πιο όμορφη.» έκανε μια παύση ξανά σαν να προσπαθούσε να αλλάξει όσα είχαν συμβεί.

«Και ο πατέρας σου;» είπα όσο πιο γρήγορα μπορούσα για να προλάβω ένα δάκρυ που τρεμόπαιζε κάτω από τα βλέφαρα της.

«Δεν θυμάμαι πολλά πράγματα για αυτόν. Τα περισσότερα ήταν από όταν η μητέρα μου ζούσε. Έπειτα όταν άρχισε να πίνει προσπάθησα να τον ξεχάσω. Είχε καταγάλανα μάτια. Το χρώμα άνοιγε γύρω από τις κόρες σαν μια αφρισμένη θάλασσα. Παρόλα αυτά τα μάτια μου δεν μοιάζουν καθόλου με τα δικά του. Δεν ξέρω καν αν του μοιάζω έστω και λίγο.» Ακολούθησε για άλλη μια φορά μόνο σιωπή. Ήταν προφανές ότι δεν ήθελε να μιλήσει για αυτούς. Δεν ήθελε να μιλήσει για το παρελθόν της. Ήταν λογικό. Εξάλλου ούτε εγώ ήθελα.

Έστρεψα ξανά το βλέμμα μου έξω. Δεν χόρταινα να βλέπω τον ήλιο και το καταγάλανο χρώμα του ουρανού. Η Σαμάνθα κοιτούσε τις σκιές που σχηματίζονταν στο πάτωμα καθώς το φως περνούσε μέσα από το τζάμι. Προσπάθησα να φανταστώ τους γονείς της. Η εικόνα ήρθε μπροστά μου την ίδια στιγμή που ένιωσα ένα ρίγος να διαπερνά όλο μου το σώμα. Το κρύο με κατάκλεισε ξανά. Ο πατέρας της έμοιαζε υπερβολικά πολύ με τον άντρα στο τραίνο. Κοίταξα ξανά έξω προσπαθώντας να πείσω τον εαυτό μου ότι δεν ήταν ο ίδιος. Την σιωπή έσπασε η Σαμάνθα.

«Εσύ γιατί είσαι εδώ;»

Ξεροκατάπια. Δεν μπορούσα να της μιλήσω για τα όνειρα. Μπορεί να πίστευε και εκείνη όπως και όλοι ότι δεν ήμουν καλά. Ίσως να έχανα την μόνη φίλη που είχα εδώ.

«Σαμάνθα, έχεις δει ποτέ κάποιο όνειρο που είναι τόσο ζωντανό που πιστεύεις ότι θα βγει αληθινό;» καθώς άρθρωνα τις λέξεις κατάλαβα ότι αν ήταν πραγματική μου φίλη θα με δεχόταν όπως ακριβώς είμαι.

«Ναι, νομίζω είχα δει. Σταμάτησα να βλέπω όνειρα από όταν όλα χάθηκαν στην φωτιά.» απέστρεψε ξανά το βλέμμα της.

«Λοιπόν εμένα μου συμβαίνει συνέχεια. Και τις περισσότερες φορές το όνειρο βγαίνει αληθινό.» άφησα τις λέξεις να αιωρηθούν για λίγο στον αέρα. Ένιωσα μια πικρίλα να καταβαίνει από την γλώσσα μου μέχρι τον λαιμό μου. Όλα τα όνειρα βγήκαν αληθινά εκτός από αυτά με τον νεαρό με τα χρυσά μάτια.

«Λοιπόν; Και είναι λόγος αυτός για να βρίσκεσαι εδώ;»

«Σαμάνθα δεν καταλαβαίνεις. Είναι περισσότερο σαν οράματα. Ξαφνικά νιώθω τις αισθήσεις μου να χάνονται και βλέπω κάτι που τελικά συμβαίνει. Μερικές φορές αυτό γίνεται καθώς κοιμάμαι. Άλλες φορές απλά όταν στέκομαι.» Την είδα να σαστίζει. Έκλεισε για ένα δευτερόλεπτο τα μάτια της σαν να έκανε μια άσχημη σκέψη.

«Μα αυτό είναι χάρισμα. Για αυτό βρίσκεσαι εδώ;» με κοιτούσε σαστισμένη. Ίσως να πίστευε ότι αν είχε εκείνη το χάρισμα όπως το αποκάλεσε να προέβλεπε το μέλλον θα ήξερε για την φωτιά και ίσως να μην ήταν σήμερα εδώ.

«Ναι για αυτό βρίσκομαι εδώ. Πίστεψαν ότι είμαι τρελή. Ο κληρικός στον καθεδρικό είπε στον πατέρα μου ότι ίσως να έχω πρόβλημα.» Αυτή που έκανε τώρα συνεχώς παύσεις ήμουν εγώ.

«Ξέρεις και ο πατέρας μου έπινε πολύ.» ήταν το τελευταίο που είπα. Δεν ήθελα να το συζητήσω άλλο. Δεν ήθελα να της πω ότι η μητέρα μου με θεωρούσε νεκρή.

Την είδα να ψαχουλεύει κάτι στην τσέπη του φορέματος της. Έβγαλε ένα κομμάτι από ψωμί. Ήταν θρυμματισμένο και έμοιαζε πλέον με παξιμάδι.

«Που το βρήκες αυτό;» την ρώτησα και αμέσως κατάλαβα ότι φάνηκα γελοία.

«Δεν πήρες μαζί το φαγητό που σου άφησαν; Σκεφτόμουν μόνο για απόψε να μείνουμε εδώ. Εξάλλου δεν μπορούμε να επιστρέψουμε στα δωμάτια μας πριν από αύριο.» Κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου. Τα χέρια της πίεσαν το σκληρό ξέρω κομμάτι ψωμί. Ψίχουλα πετάχτηκαν παντού πάνω της αλλά κατάφερε να κόψει το ψωμί σε δυο ίσα μέρη. Μου έτεινε το ένα κομμάτι.

«Ορίστε.» είπε και ξεκίνησε αμέσως να μασουλάει το δικό της. Προσπάθησα να κόψω ένα κομμάτι με τα δόντια μου αλλά ήταν πολύ σκληρό. Αναγκαστικά έκοβα μικρά κομμάτια με τα χέρια μου μέχρι να φάω και την τελευταία μπουκιά. Στο τέλος είχαμε γεμίσει και οι δυο μας ψίχουλα. Απομείναμε να κοιτάμε τον ήλιο καθώς έδυε πίσω από τα τεράστια κτήρια της πόλης, στο βάθος πέρα από τα λιβάδια.

Οι τελευταίες ηλιαχτίδες φωτός χάθηκαν από τον ουρανό και μείναμε να κοιτάζουμε τα μωβ και πορτοκαλί χρώματα που σχηματίζονταν στον ορίζοντα. Το σκοτάδι κατάλαβε ξανά την θέση του φωτός. Μόνο που αυτή την φορά το σκοτάδι δεν ήταν ενιαίο. Την απέραντη άβυσσο σκοταδιού έσπαζαν χιλιάδες αστέρια.

Ξάπλωσα στο πλάι με την πλάτη μου να ακουμπάει το πεσμένο δοκάρι της στέγης. Η Σαμάνθα ξάπλωσε δίπλα μου. Είχαμε να πούμε έστω και μια λέξη για πολύ ώρα. Κοιτούσαμε απλά τον απέραντο ουρανό. Καθώς κοιτούσα τα αστέρια στο μυαλό μου επανερχόταν συνεχώς τα τελευταία λόγια που άκουσα από τα χείλη του πατέρα μου. Άλις στόχευε τα αστέρια. Έκλεισα τα μάτια μου με την εικόνα των χιλιάδων αστεριών στον απέραντο κατάμαυρο ουρανό. Προσπάθησα να φανταστώ τον εαυτό μου ανάμεσα στα χιλιάδες αστέρια.

Την απόλυτη σιωπή διέκοψε η Σαμάνθα.

«Άλις ξέρεις-» έκανε μια μικρή παύση σαν να προσπαθούσε να κατατάξει τις λέξεις στο μυαλό. Άφησα το βλέμμα μου να κυλήσει από τον ουρανό στα καταπράσινα της μάτια.

«Είσαι η μόνη πραγματική φίλη που είχα ποτέ.»

Τα λόγια της πλανήθηκαν για λίγο στον αέρα. Η αλήθεια των λέξεων της με έκανε να συνειδητοποιήσω πως τελικά δεν ξεκινούσα μια καινούργια δυστυχισμένη ζωή. Ούτε η πανέμορφη ζωή μου γινόταν ξαφνικά άσχημη. Συνέχιζα την ζωή που είχα και πριν μόλις λίγες μέρες. Με τις άσχημες αλλά και όμορφες στιγμές.

«Και εσύ.» ψιθύρισα μόνο αφήνοντας το αεράκι που περνούσε από μια χαραμάδα στα παράθυρα να συμπληρώσει την υπόλοιπη φράση. Έκλεισα ερμητικά τα μάτια μου. Έπειτα από λίγο η ανάσα της Σαμάνθας επιβραδύνθηκε. Είχε αποκοιμηθεί.

Σε λίγο αποκοιμήθηκα και εγώ χωρίς καθόλου όνειρα.

***

Γλίστρησα μέσα στο δωμάτιο. Άφησα την αναπνοή σαν βγει ξανά ελεύθερη από τα πνευμόνια μου. Η μυρωδιά της σκόνης και του ξύλου που διάχυτη πλανιόταν στην σοφίτα ήταν ακόμη στα ρουθούνια μου. Πριν μόλις λίγα λεπτά ήμουν εκεί.

Ξύπνησα σήμερα το πρωί, για πρώτη φορά από όταν ήρθα εδώ, με τις αχτίδες του ηλίου να χτυπάνε τα μάτια μου. Καθίσαμε με την Σαμάνθα επί ώρες απλά κοιτάζοντας το φως και τις απέραντες εκτάσεις πράσινου γύρω από το άσυλο. Κάθισα στο κρύο πέτρινο πάτωμα και ακούμπησα στον τοίχο πίσω μου.

Το σκοτάδι στο δωμάτιο πλέον δεν με έπνιγε. Η εικόνα του ήλιου ήταν ακόμη αποτυπωμένη στο μυαλό μου. Ψαχούλεψα δίπλα μου να δω τι είχαν φέρει. Έπιασα ένα κρύο μεταλλικό κύπελλο. Χωρίς να σκεφτώ τι μπορεί να είχε μέσα το έφερα γρήγορα στα χείλη μου. Διψούσα τόσο πολύ.

Το υγρό έβρεξε την γλώσσα μου και κατέβηκε ως τον λαιμό μου. Είχε παράξενη γλυφή γεύση αλλά είχα τουλάχιστον λίγο νερό. Δίπλα από το ποτήρι υπήρχε ξανά ένα κομμάτι ψωμί και αυτήν την φορά ένα μήλο. Τύλιξα το μήλο στο μαντήλι μου και το έβαλα στην τσέπη του φορέματος μου. Θα το έτρωγα αύριο όταν με την Σαμάνθα θα ανεβαίναμε ξανά στην σοφίτα. Έκλεισα τα μάτια μου και βύθισα τα δόντια μου στο ξερό κομμάτι ψωμί.

***

Οι επόμενες μέρες πέρασαν στο ίδιο επαναλαμβανόμενο μοτίβο. Κάθε μέρα έβγαινα από το δωμάτιο μου και πηγαίναμε με την Σαμάνθα στην σοφίτα. Είχα μόλις αρχίσει να την γνωρίζω και την ένιωθα ήδη σαν κάποιον δικό μου. Περνούσαμε ώρες κοιτάζοντας από τα παράθυρα και συζητώντας για χιλιάδες θέματα.

Κοιτούσα συνεχώς το λιθόστρωτο δρομάκι με την ελπίδα κάποιος άντρας να εμφανιστεί. Δεν είχα πειστεί ακόμη ότι ο άντρας με τα χρυσά μάτια δεν υπάρχει, αν και τα όνειρα είχαν πλέον σταματήσει.

Το συνεχές μοτίβο έσπαζαν μόνο κάποια μικρά περιστατικά που όμως τα αποζητούσα έστω για να σπάσει η μονοτονία. Είχα αρχίσει να συνηθίζω την καινούργια μου ζωή ή πιο σωστά όπως με έκανε να καταλάβω η Σαμάνθα τα καινούργια δεδομένα στην ζωή μου. Παρόλα αυτά ποτέ δεν έπαψα να αναζητώ κάθε φορά που έβγαινα με την Σαμάνθα από το δωμάτιο μου τον άντρα με τα χρυσά μάτια. Ήθελα να μάθω ποιος είναι και γιατί τον βλέπω συνεχώς στα όνειρα μου. Ο άντρας όμως με τα χρυσαφένια μάτια όσο και αν το αποζητούσα δεν εμφανίστηκε ποτέ.