BLOGGER TEMPLATES - TWITTER BACKGROUNDS »

Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2010

Στοχεύοντας Τα Αστέρια





                                                     5ο Kεφάλαιο
                                                    Διαυγές νερό


Alices POV
Μπρούκλιν Νέα Υόρκη, 1906
Ο πόνος κατέκλυζε ακόμα το σημείο στο οποίο είχα χτυπηθεί. Ένιωθα το ένα μου μάτι πρησμένο και δεν μπορούσα να το ανοιγοκλείσω καλά. Σκοτάδι κατέκλυζε ακόμα τα πάντα σαν να μην μετακινήθηκα ούτε ένα εκατοστό. Δεν πρέπει να είχαν περάσει περισσότερο από δέκα λεπτά που έπεσα αναίσθητη στο πάτωμα.

 Το μόνο που θυμάμαι είναι ένα χέρι να με χτυπάει και το όνομα της μητέρας μου να κυλάει σαν νερό από τα χείλη μου. Η λέξη βγήκε από το στόμα μου σαν το τελευταίο κελάηδημα ενός πουλιού πριν ο θάνατος το αγκαλιάσει.

Ανασηκώθηκα στην θέση μου και προσπάθησα να προσδιορίσω τον χορό που βρισκόμουν. Ανοιγόκλεισα πολλές φορές τα μάτια μου αλλά δεν συνήθισαν στο σκοτάδι. Ο πόνος στο χτυπημένο μάτι έγινε πιο οξύς. Σύρθηκα στο πέτρινο πάτωμα μέχρι να συναντήσω εμπόδιο. Δεν σύρθηκα παρά μόνο λίγα μέτρα όταν χτύπησα πάνω σε ένα λείο πέτρινο τοίχο.

Τον ακολούθησα μπουσουλώντας μέχρι που συνάντησα γωνία. Συνέχισα να σέρνομαι ψηλαφώντας συνεχώς τον τοίχο δίπλα μου. Έπειτα από είκοσι μέτρα, ίσως και λιγότερο, συνάντησα άλλη μια γωνία. Συνέχισα να ψηλαφίζω τον επόμενο τοίχο. Το μέγεθος ήταν ακριβώς το ίδιο. Άρχισα να προχωράω στο τελευταίο τοίχο. Έπειτα από πέντε μέτρα η υφή του τοίχου άλλαξε. Εκεί ακριβώς υπήρχε μια ξύλινη πόρτα.

Σηκώθηκα όρθια όσο μπορούσα μιας και δεν είχα από κάπου να πιαστώ και τεντώθηκα μέχρι να συναντήσω κάποιο πόμολο. Το μόνο που συνάντησα ήταν ένα μεγάλο μπρούτζινο λουκέτο. Προφανώς ήμουν σε ένα πέτρινο τετράγωνο δωμάτιο με μια μόνο πόρτα που ήταν κλειδωμένη με λουκέτο. Άφησα το βάρος του σώματος μου να καταρρεύσει στο πάτωμα. Ξάπλωσα κάτω και κουλουριάστηκα σε μια μικρή μπάλα. Φοβούμουν. Σφράγισα ερμητικά τα μάτια μου. Ο ύπνος δεν άργησε να έρθει. Αποκοιμήθηκα βλέποντας ένα όνειρο που είχα καιρό να δω. Γέμισε τον ύπνο μου με γλύκα κάνοντας τον ομορφότερο. Και για λίγο ένιωσα ξανά όμορφα. Σαν να βρισκόμουν ανάμεσα στις λευκές και κόκκινες ορχιδέες στον κήπο του σπιτιού μου πίσω στο Μπίλοξι.

Είδα πως βρισκόμουν μέσα σε μια μπανιέρα με νερό. Ήμουν σε μεγαλύτερη ηλικία αλλά ήμουν σίγουρα εγώ. Αναγνώριζα τα μάτια μου και το λακκάκι στο μάγουλο μου. Το νερό έφτανε μέχρι τα αφτιά μου. Βούλιαξα ολόκληρη μέσα στο νερό και άνοιξα τα μάτια μου. Ήταν σκούρο και δεν μπορούσα να δω καθαρά. Βγήκα ξανά έξω και αντίκρισα τον πανέμορφο νεαρό που είχα ξαναδεί στα προηγούμενα πιο όμορφα όνειρα μου, να κάθεται και να με κοιτάει. Τυλίχτηκα με μια φθαρμένη πράσινη πετσέτα. Έκανα να βγω έξω από την μπανιέρα αλλά γλίστρησα και σκόνταψα στο μάρμαρο της. Ο άντρας με σήκωσε και με κοίταξε μέσα στα μάτια.

Κοίταξα τα δικά του. Ήταν χρυσαφένια. Τα πιο όμορφα που είχα δει ποτέ. Αλλά δεν τα κοίταξα για πολύ. Βγήκα εντελώς από το νερό. Η πετσέτα ήταν μούσκεμα και έσταζε. Μίλησα ανήσυχη. Κοίταξα τριγύρω και τον προειδοποίησα πως πρέπει να φύγει. Χάιδεψε τα μαλλιά μου και έσκυψε κοντά στα χείλη μου. Ένιωσα πάνω στο δέρμα των χειλιών μου την καυτή ανάσα του.

Ένας δυνατός ήχος από μέταλλο που τριβόταν πάνω σε μέταλλο με ξύπνησε. Η θαλπωρή του ονείρου αντικαταστάθηκε από την ανατριχίλα που έφερε μαζί του αυτός ο απαίσιος σφυρικτός ήχος. Ένα αμυδρό φως έπεσε πάνω στα μάτια μου. Μετά από τόσες ώρες σκοτάδι με τύφλωσε και για λίγα λεπτά δεν μπορούσα να δω τίποτα. Μόλις συνήθισα στην απότομη αλλαγή φωτός σκοταδιού μπόρεσα να δω στην λάμψη του την γυναικά που με είχε φέρει εδώ. Ακόμα στο φως του κεριού είδα ότι το δωμάτιο στο οποίο βρισκόμουν ήταν πράγματι ένα τέλειο τετράγωνο.

Μόλις αντίκρισα ξανά την μορφή της κυρίας Ηebrew πάγωσα. Δεν ένιωσα θυμό. Ούτε φόβο. Απλά ένιωσα τους χτύπους τις καρδιάς μου να παγώνουν. Ένα δυσάρεστο ρίγος διαπέρασε τις ρίζες των μαλλιών μου και οι τρίχες στο χέρι μου σηκώθηκαν. Ανασηκώθηκα και προσπάθησα να σταθώ εντελώς όρθια. Μόλις κατάφερα να σταθώ έκανα ένα βήμα μπροστά. Και τότε αντίκρισα αυτό που κρατούσε η κυρία Hebrew στα χέρια της. Γυάλισε στο φως του κεριού. Η σταματημένη καρδιά μου έσπασε σε θρύψαλα. Στα χέρια της κρατούσε ένα ασημένιο ξυράφι.

Την είδα να αφήνει κάτω το κερί και με πλησίασε με το ξυράφι. Με τα δάχτυλα της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά μου. Το άγγιγμα της ήταν παγωμένο. Το χέρι με το ξυράφι σηκώθηκε στο αέρα. Το άκουσα να σφυρίζει καθώς έσκιζε τον άνεμο και κατευθυνόταν προς τα μαλλιά μου. Έκλεισα σφιχτά τα μάτια μου. Τα άνοιξα δίχως να περάσει δευτερόλεπτο και αντίκρισα μια τούφα από τα μαύρα μακριά μαλλιά μου να πέφτει στο πάτωμα. Οι τρίχες σκόρπισαν κάτω και ένιωσα την μια πλευρά του κεφαλιού μου ελαφρύτερη. Τα δάκρυα άρχισαν να κυλάνε στα μάτια μου σαν ρυάκι. Θόλωσαν τα πάντα και δεν μπόρεσα να δω την επόμενη τούφα των μαλλιών μου να πέφτει και να σκορπίζεται στο πάτωμα.

Στο επόμενο δευτερόλεπτο κατέρρευσα και εγώ σαν ακόμη μια τούφα μεταξιών μαλλιών στο δάπεδο. Αμέσως ένα χέρι με άρπαξε και με έβγαλε έξω από το δωμάτιο. Έσφιξα τα δόντια μου και έκανα ένα βήμα εμπρός. Η κυρία Hebrew άρχισε να περπατάει στον πέτρινο σκοτεινό διάδρομο που τώρα φωτιζόταν αμυδρά από το κερί στο χέρι της. Στο φως του κατάλαβα ότι όλες οι υποθέσεις μου ήταν αληθινές. Αριστερά και δεξιά του διαδρόμου, σε όλο το μήκος του, υπήρχαν ξύλινες πόρτες όλες κλειστές με ένα μπρούτζινο μεγάλο λουκέτο.

 Συνεχίσαμε να περπατάμε για αρκετά λεπτά ακολουθώντας σταθερή πορεία. Όταν ξαφνικά στρίψαμε σε ένα νέο παρακλάδι που δεν γνώριζα. Συνεχίσαμε να περπατάμε στον νέο αυτόν για μένα διάδρομο. Ο συγκεκριμένος είχε πολύ λιγότερες πόρτες και ήταν πιο πλατείες. Ακόμα μια διαφορά δεν είχαν λουκέτο η καθεμιά μόνο ένα ασημένιο στρογγυλό πόμολο. Συνεχήσαμε για ακόμη μερικά μέτρα όταν άρχισα να ακούω μια βαβούρα. Ήταν η βαβούρα που έκαναν πολλά παιδιά μαζί καθώς συζήτησαν. Για πρώτη φορά από όταν μπήκα σε αυτό το απαίσιο κτήριο ένιωσα ελπίδα

. Και όχι γιατί έβλεπα τον πανέμορφο νεαρό με τα χρυσά μάτια στον ύπνο μου. Αλλά γιατί ήξερα ότι δεν ήμουν μόνη εδώ. Συνέχισα να προχωράω με πιο γοργό βήμα. Ήμουν σχεδόν χαρούμενη.

Η χαρά μου έγινε ευτυχία όταν αντίκρισα μια σειρά από δεκάδες κορίτσια να στέκονται στον διάδρομο. Περίμεναν όλες μπροστά από μια πλατεία δίφυλλη πόρτα.

«Στάσου εδώ.» η τραχεία φωνή της κυρίας Ηebrew με ξάφνιασε όχι όμως εξαιτίας της τραχύτητας απλά επειδή συνειδητοποίησα ότι δεν είχα ακούσει ανθρώπινη φωνή για ώρες ίσως και μέρες. Είχε σημασία ο χρόνος τώρα ;

Απότομα με συγκλόνισε η αλήθεια τον ιδίων μου των λέξεων. Δεν είχε. Το άσυλο τελικά δεν ήταν η αρχή μια καινούργιας ζωής. Ήταν η αρχή του τέλους. Η αρχή του τέλους της ευτυχισμένη μου ζωής. Είναι για το καλό όλων επανέλαβα τα λόγια που τόσες φορές άκουσα πριν έρθω εδώ από το στόμα των γωνιών μου. Το πίστευα και εγώ πλέον; Πριν το βάρος των σκέψεων μου με πλακώσει προσπάθησα να πιάσω κουβέντα με το κορίτσι μπροστά μου.

Τα μαλλιά της όταν θα ήταν μακριά πρέπει να ήταν υπέροχα. Είχαν ένα πυρόξανθο χρώμα που ταίριαζε τέλεια με το δέρμα της και ερχόταν σε αντίθεση με τα πράσινα μάτια της. Είχαν το πράσινο του σμαραγδιού. Ακόμα και με ξυρισμένα μαλλιά ήταν όμορφη. Έκανα να αρχίσω κουβέντα όταν κατάλαβα ότι δεν είχα κάποιο θέμα.

«Λοιπόν τι περιμένουμε εδώ;» ρώτησα σχεδόν ανάλαφρα. Υπερβολικά χαρούμενα. Πρέπει να φάνηκα γελοία. Δεν έλαβα καμιά απάντηση σαν να μην με άκουσε.

«E συγγνώμη;» δεν ολοκλήρωσα την φράση μου. Δεν ήταν δεσποινίς. Ήταν μικρότερη από ότι μου είχε φανεί αρχικά. Περίπου στην ηλικία μου.

«Είσαι η καινούργια;» ρώτησε με μια αδιάφορη όπως μου φάνηκε αρχικά φωνή. Μετά κατάλαβα ότι δεν ήταν αδιάφορη ήταν καταβεβλημένη.

«E νομίζω. Άλις.» της έτεινα το χέρι μου. Δεν ανταπέδωσε.

«Εμένα με λένε Σαμάνθα »είπε παγερά και συνέχισε «μάλλον είμαι η μόνη που ξέρω ότι ήρθες. Σε έφεραν χθες το βράδυ στο δωμάτιο δίπλα.»

«Η μόνη που ξέρεις ότι ήρθα; Δεν καταλαβαίνω»

«Είμαι η μόνη που ξέρει τόσα πολλά εδώ μέσα.» η φωνή της δεν ήταν αινιγματική ούτε το έλεγε με υπερηφάνεια. Ήταν ειλικρινής.

«Λοιπόν τι περιμένουμε εδώ;»

«Μια φορά την εβδομάδα κάνουμε μπάνιο. Βάζουν το νερό σε μια μπανιέρα και το αφήνουν για όλες. Είσαι τυχερή που είσαι μικρή. Πρώτα περνούν τις μικρές και έπειτα τις μεγαλύτερες.» έσκυψε πιο κοντά ψιθυρίζοντας τώρα «έχω ακούσει ότι οι μεγάλες δεκανέα είκοσι χρόνων κάνουν μπάνιο σε τόσο παγωμένο νερό που δεν μπορείς καν να αγγίξεις.»

«Μπορώ να σε ρωτήσω κάτι;» είπα με εκνευρισμένο τόνο. Ήταν ο τόνος που όταν χρησιμοποιούσα η μητέρα μου με αποκαλούσε πολύ ώριμη για την ηλικία μου.

«Λοιπόν;»

«Γιατί φέρονται έτσι; πόσοι δουλεύουν στο άσυλο;» Η Σαμάνθα χαμογέλασε πριν απαντήσει.

«Άκου είσαι ακόμα πολύ καινούργια και δεν ξέρεις τίποτα. Αλλά βλέπω ότι είσαι ωριμότερη από οποιαδήποτε άλλη. Πήρες πολύ χαλαρά το κούρεμα σου.» έκρυψε ένα χαμόγελο και συνέχισε «μετά τον θάνατο του ιδρυτή το άσυλο πέρασε στα χέρια αυτής.» το είπε με απέχθεια τονίζοντας την λέξη. «και από τότε παρακμάζει συνεχώς» έκανε μια μικρή πάση και συνέχισε «στο άσυλο τώρα δουλεύουν μόνο γυναίκες. Τουλάχιστον έτσι γνωρίζω.»

Η φωνή της κυρίας Hebrew αντήχησε σε όλο το διάδρομο κάνοντας τους πάντες να σωπάσουν.

Γύρισα από την άλλη για να κρύψω τα δάκρυα που βούρκωναν ήδη τα μάτια μου. Το βάρος των σκέψεων μου τελικά με πλάκωσε. Έσφιξα σφιχτά τα μάτια μου. Τόσο πολύ που τα ματόκλαδα μου μπλέχτηκαν μεταξύ τους. Είναι για το καλό όλων. Επανέλαβα ψιθυριστά. Ένα χαμόγελο διαγράφηκε στα χείλη μου όταν ακόμα μια φράση γέμισε τα πάντα στο μυαλό μου. Άλις στόχευε τα αστέρια. Δεν θα καταλάβαινα ποτέ το νόημα της. Περίκλειε τόσα πολλά. Η κυρία Hebrew συνέχιζε να μιλάει και να μιλάει αλλά δεν είχα το θάρρος να ακούσω ποσό μάλλον να καταλάβω το νόημα όσων έλεγε. Μιλούσε συνεχώς για το ίδιο το πράγμα. Ότι , ότι και αν συμβεί ποτέ δεν πρέπει να βγούμε από το δωμάτιο μας.

Τα επόμενα λεπτά κύλησαν πολύ γρήγορα και πριν το καταλάβω στεκόμουν μπροστά στην δίφυλλη πόρτα. Η κυρία Ηebrew πλησίασε και την άνοιξε.

«Πέντε λεπτά.» είπε παγερά. Δεν κατάλαβα τι εννοούσε. Έχω μόνο πέντε λεπτά; Και πως θα ξέρω αν πέρασαν;

Μπήκα μέσα στο δωμάτιο κλείνοντας πίσω μου την πόρτα με αρκετή δυσκολία. Ήταν απίστευτα βαριά και το πάτωμα που ήταν φτιαγμένο από κάποιο άγριο πέτρωμα –ίσως γρανίτη- δεν βοηθούσε καθόλου.

Η εικόνα που αντίκρισα μέσα στο δωμάτιο ήταν το τελειωτικό χτύπημα συναισθημάτων. Η καρδιά μου δεν μπορούσε να αντέξει τόσα πολλά. Πάγωσε, έσπασε σε χιλιάδες κομμάτια από φόβο, από λύπη και τώρα ˙ από ευτυχία. Η εικόνα που αντίκρισα ήταν πολύ γνώστη. Την είχα δει τόσες και τόσες φορές στα όνειρα μου. Ήταν το δωμάτιο με την μαρμαρένια μπανιέρα. Εκεί ήταν που εξελισσόταν και το τελευταίο όνειρο που είδα. Αυτό με τον άντρα με τα χρυσά μάτια. Ένας συνδυασμός γεγονότων με έκανε να καταλάβω ότι ο άντρας με τα χρυσά μάτια ήταν υπαρκτός.

 Και μάλιστα βρισκόταν κάπου εδώ. Όταν είχα δει στο τραίνο ότι θα έπεφτα μέσα στα σκοτάδια ˙ συνέβη. Οπότε όλα τα όνειρα που είχα δει με τον πανέμορφο αυτό νεαρό θα πραγματοποιούνταν; Η Σαμάνθα είχε πει όμως πως μόνο γυναίκες δουλεύουν στο άσυλο. Η ευτυχία πάγωσε μέσα μου μέχρι που τελικά έλιωσε αφήνοντας ένα κενό.

Έβγαλα γρήγορα το φόρεμα μου και έκανα να μπω στην μπανιέρα όταν η αντανάκλαση μου στο διαυγές νερό που υπήρχε στην μπανιέρα με έκανε να συνειδητοποιήσω δυο πράγματα. Το πρώτο ότι δεν είχα άλλα ρούχα. Η κόκκινη φθαρμένη βαλίτσα μου δεν υπήρχε δίπλα μου όταν συνήλθα σε αυτό το απαίσιο μέρος. Και δεύτερον κατάλαβα πόσο ταλαιπωρημένη ήμουν.

Το ένα μου μάτι ήταν πρησμένο και στην θέση που τα μαύρα λιτά μαλλιά μου έπεφταν γύρω από το πρόσωπο μου υπήρχε κενό. Το δέρμα μου είχε μια γκρίζα απόχρωση. Άλλα ίσως να ήταν και λόγο του χρώματος που είχε το νερό. Τα λόγια της Σαμάνθα σχετικά με το κούρεμα μου με εξαγρίωσαν. Ήμουν νευριασμένη με όλους.

Μπήκα στο νερό. Ήταν παγωμένο και τελικά μόνο διαυγές δεν ήταν. Ούτε καν γκρίζο όπως μου είχε φανεί στην αρχή. Ήταν μαύρο. Τα δάκρυα που έτρεχαν ασταμάτητα στα μάτια μου θόλωναν τα πάντα. Ίσως το νερό τελικά να ήταν διαυγές . Δεν είχα ιδέα. Βούλιαξα μέσα του με δύναμη. Χρυσαφένιες μπουρμπουλήθρες τυλίχτηκαν γύρω μου θολώνοντας ακόμα περισσότερο τα πάντα. Και τότε για ένα δευτερόλεπτο ένιωσα πως πετούσα σε έναν κατάμαυρο ουρανό γεμάτο αστέρια.

Το τελευταίο οξυγόνο που υπήρχε στα πνευμόνια απελευθέρωνε από το στόμα μου σε χιλιάδες μικροσκοπικές μπουρμπουλήθρες. Δεν βγήκα όμως έξω από το νερό. Παρέμεινα εκεί να πετάω ανάμεσα στα αστέρια του δικού μου ουρανού.

Και για λίγο ένιωσα ευτυχία. Τα πάντα άρχισαν να μαυρίζουν γύρω μου περισσότερο. Τα πνευμόνια μου ασφυκτιούσαν για λίγο οξυγόνο. Αλλά δεν ήθελα να βγω από τον ουρανό με τα αστέρια μου. Με έκανε να ξεχνάω πόσο πολύ μου έλειπε η οικογένεια μου.

Δεν ήξερα γιατί πονούσα πιο πολύ. Από την έλλειψη οξυγόνου στα πνευμόνια μου ή από την έλλειψη ευτυχίας στην καρδιά μου;