BLOGGER TEMPLATES - TWITTER BACKGROUNDS »

Κυριακή 8 Αυγούστου 2010

Palazzo Dei Priori



                                                    Κεφάλαιο 10ο
                                                       Aποστολή



Janes POV

Κούμπωσα την μεγάλη ρουμπινένια καρφίτσα στο πάνω μέρος του κόκκινου πορφυρού μανδύα που μου χάρισε ο Άλεκ. Ταιριάζει τέλεια με το χρώμα των ματιών μου. Αν ο Άρο με θέλει για κάποια αποστολή θέλω να τον εντυπωσιάσω. Βγήκα από το δωμάτιο και έκλεισα πίσω μου την ξύλινη σκαλιστή πόρτα. Άρχισα να κατευθύνομαι προς την κεντρική αίθουσα. Προσπέρασα το γραφείο της Τζιάνα με γοργά βήματα. Τα τακούνια μου χτυπούσαν πάνω στο μάρμαρο. Μόλις η Τζιάνα με είδε να πλησιάζω αμέσως σηκώθηκε και έκανε μια μικρή υπόκλιση.

«Καλησπέρα Τζέιν, καλύτερα να βιαστείς ο Άρο είναι λίγο αγχωμένος.»

Της έγνεψα. Δεν άφησα να εμφανιστεί στο πρόσωπο μου η απορία.

Γιατί να είναι αγχωμένος αφού θα αναλάβω εγώ την όποια αποστολή θέλει να μου αναθέσει. Και τότε κατάλαβα. Απειλείται κάποιο σημείο του σχεδίου του. Σήκωσα την κάπα μου και άρχισα να τρέχω όσο πιο γρήγορα μπορούσα.

Προσπέρασα τρέχοντας την μικρή ξύλινη πόρτα που ήταν κρυμμένη πίσω από την επένδυση του τοίχου. Θα έμπαινα από την κεντρική σκαλιστή πόρτα στο τέλος του διαδρόμου. Άρχισα να πλησιάσω. Αμέσως έκοψα ταχύτητα και έστρωσα με τα χέρια μου το κόκκινο μανδύα. Έβαλα τις παλάμες πάνω στα δυο χρυσά πόμολα και άνοιξα την τεράστια πόρτα. Μέσα βρισκόταν μόνο ο Άρο καθισμένος στο κεντρικό θρόνο. Ήταν φανερά αναστατωμένος.

«Τζέιν.» είπε και αμέσως σηκώθηκε να με πιάσει από το χέρι. Εγώ άρχισα να περπατάω αργά και έπιασα απαλά με τα δάχτυλα μου την παλάμη του. Με οδήγησε και πάλι κοντά στο θρόνο του αλλά έμεινε όρθιος.

«Τι συμβαίνει;» ρώτησα βάζοντας λίγο παρά πάνω από ότι χρειαζόταν αγωνιά στην φωνή μου.

«Μια βρικόλακας με το όνομα Βικτώρια απειλεί να καταστρέψει το σχέδιο μου. Τόσοι μήνες δουλειάς. Ριψοκινδυνέψαμε τόσο και τώρα πάνε όλα στράφι.»

«Πώς; Το σχέδιο είναι τέλειο δεν έχει κανένα ψεγάδι.»

«Ο Έντουαρντ είχε σκοτώσει στο παρελθόν τον αγαπημένο της Βικτώριας και ζητάει εκδίκηση. Θέλει να σκοτώσει την Μπέλλα.»

«Μα οι Κάλλεν είναι περισσότεροι δεν θα τα κατεφέρει.»

«Δεν κατάλαβες Τζέιν.» Άφησε την χούφτα μου απαλά και συνέχισε. «Φτιάχνει ένα στρατό από νεογέννητους βρικόλακες και θα επιτεθεί στην Μπέλλα και στους Κάλλεν σε τέσσερις μέρες. Θέλω να φύγεις αμέσως και να την επισκεφτείς στο κατάλυμα της. Είναι έξω από το Φόρκς.

«Σε πόσες μέρες να είμαι πίσω;»

«Αύριο το βράδυ να είσαι εδώ. Πλησιάζει όπως ξέρεις και η ώρα.»

Δεν χρειάστηκε να εξηγήσει τίποτα περισσότερο κατάλαβα αμέσως.

«Ναι μα η επίθεση θα γίνει σε τέσσερις μέρες.

«Δεν με ενδιαφέρει να μείνεις ως την επίθεση, απλά όταν θα φύγεις να είσαι σίγουρη πως η Μπέλλα και όλοι οι Κάλλεν δεν κινδυνεύουν.

«Αν χρειαστεί να-»

«Μόνο αν είναι απαραίτητο Τζέιν θα την σκοτώσεις.»

«Κατάλαβα. Πόσους μπορώ να πάρω μαζί;»

«Σκεφτόμουν τον Άλεκ και τον Σαντιάγκο. Και κάποιον ακόμα μαζί.»

«Δεν ενοείς;»

«Ναι Τζέιν πρέπει να πάρεις μαζί και τον Αντόνιο.»

«Άρο ξέρεις πολύ καλά πως όλοι εδώ είναι αντίθετοι με αυτό. Δεν είναι καν λυκάνθρωπος είναι παιδί της πανσέληνου μεταμορφώνεται μόνο όταν έχει πανσέληνο. Σύμφωνα με τις σκέψεις του Έντουαρντ η Άλις δεν μπορεί να δει το μέλλον μόνο από λυκάνθρωπους σαν την φυλή μου μένει κοντά στους Κάλλεν. Ίσως μπορεί να δει το μέλλον με τα παιδιά της πανσέληνου.»

Η οργή είχε φτάσει τόσο πολύ στον εγκέφαλο μου που με το ζόρι δεν είπα κοπρόσκυλα.

«Τζέιν αν μπορούσε να δει θα το ξέραμε. Κινδυνεύει το σχέδιο μας αν πας απλά στο Φόρκς και η Άλις σε δει.»

«Τότε γιατί ο Ελέαζαρ δεν δέχτηκε την πρόσκληση σου να έρθει εδώ για ένα μικρό διάστημα;»

«Μάλλον πίστευε πως θα τον κρατούσαμε εδώ. Ξέρεις πως όταν το έσκασε ήμουν χάλια.»

Έσφιξα τα δόντια μου και προσπάθησα να κατευνάσω την οργή μου κοιτώντας ένα δαυλό.

«Ωραία. Όμως έχουμε ένα πρόβλημα σήμερα το βράδυ έχει πανσέληνο.»

«Το ξέρω θα πάτε πρώτα εκεί και μετά θα μεταμορφωθεί. Μέχρι να χρειαστεί να ξαναμπείτε στο αεροπλάνο θα είναι ξανά με την ανθρώπινη μορφή του. Βιάσου όμως σε παρακαλώ δεν ωφελεί να το συζητάμε άλλο. Και γύρνα πριν αύριο το βράδυ.»

Γύρισα και άρχισα να τρέχω προς την Τζιάνα.

«Κλείσε γρήγορα-» ο τόνος μου ήταν πολύ νευριασμένος. «Τέσσερα εισιτήρια για σήμερα το μεσημέρι. Σε μια ώρα και με επιστροφή για αύριο στις δέκα το πρωί.»

Η Τζιάνα έγνεψε καταφατικά και αμέσως πήρε το ακουστικό του τηλεφώνου στο χέρι της.

«Και επίσης πες στον Άλεκ, στον Σαντιάγκο και στον Αντόνιο να ετοιμαστούν. Θα έρθουν μαζί μου.»

Έτρεξα στα ιδιαίτερα δωμάτια μου και άλλαξα γρήγορα ρούχα. Φόρεσα ένα λευκό φόρεμα που έφτανε ως τα γόνατα μαζί με ένα βελούδινο μανδύα. Αμέσως μόλις τα φόρεσα άρπαξα την ταξιδιωτική κάπα και την φόρεσα γύρω από το σώμα μου. Κούμπωσα προσεχτικά το κουμπί και έβγαλα με λεπτές κινήσεις απ' έξω να φαίνεται το κολιέ με το έμβλημα των Βολτούρι. Έπιασα τα κατάξανθα μαλλιά μου σε ένα κομψό κότσο με μια διαμαντένια καρφίτσα.

Όλο αυτό μου πήρε λιγότερο από δυο λεπτά. Βγήκα έξω και πήγα ως την γραμματεία της Τζιάνα. Εκεί με περίμεναν ο Άλεκ και ο Σαντιάγκο και από πίσω ήταν και ο Αντόνιο. Η απαίσια μυρωδιά του κατέκλυσε την μύτη μου. Αγκάλιασα απαλά τον Άλεκ και εξήγησα με λίγα λόγια την αποστολή. Η Τζιάνα μου έδωσε τα εισιτήρια που μόλις έβγαιναν από τον εκτυπωτή που ήταν συνδεδεμένος με το laptop μπροστά της.

Αρχίσαμε να τρέχουμε. Πίσω μας έμεινε ο Αντόνιο που με την κανονική μορφή του αδυνατούσε να τρέξει γρήγορα. Αρχίσαμε να πλησιάζουμε σε μια από τις εξόδους. Μπήκαμε στον ανελκυστήρα και ανεβήκαμε μερικά μέτρα πιο πάνω. Αμέσως μόλις βγήκαμε είδα από μακριά την έξοδο που έμοιαζε με καπάκι υπονόμου. Τρέξαμε και με ένα σάλτο πηδήξαμε έξω στον καθαρό αέρα. Παρότι βγήκαμε σε σκιερό μέρος κατέβασα αμέσως την κουκούλα μου για να μην με χτυπήσει ο ήλιος.

Το ίδιο έκαναν και ο Άλεκ με τον Σαντιάγκο. Ο Αντόνιο ήταν σχεδόν ημίγυμνος αφού το πουκάμισο που φορούσε ήταν μισάνοιχτο. Από μέσα φαίνονταν οι κοιλιακοί του και ένας μεγάλος επίδεσμος τυλιγμένος γύρω από μερικά πλευρά που έσπασαν στην προσπάθεια μας να τον πιάσουμε.

Σε ένα στενό σοκάκι μας περίμενε μια λιμουζίνα. Ο οδηγός ένας ιταλός μας χαιρέτησε με ένα νεύμα μόλις μπήκαμε. Αμέσως πάτησε το γκάζι και αρχίσαμε να τρέχουμε προς την πέτρινη έξοδο της Βολτέρας. Παρότι δεν ήταν Βρικόλακας οδηγούσε αρκετά γρήγορα. Προφανώς θα ήταν ένας υπηρέτης του Άρο γιατί έδειξε να ξέρει τι είμαστε. Θα ήθελε να μεταμορφωθεί αλλά μάλλον επιδόρπιο θα καταλήξει.

Προσπεράσαμε γρήγορα τα απέραντα λιβάδια έξω από τα τείχη της Βολτέρας. Τρεις αγελάδες που έβοσκαν μας κοίταξαν για μια στιγμή. Μετά από λίγο άρχισα να βλέπω καθαρά το αεροδρόμιο. Ο οδηγός μας άφησε χωρίς κάνεις να του επιδείξει, κάτω από ένα σκιερό μέρος. Βγήκαμε από το αμάξι. Ο Σαντιάγκο του έδωσε μερικά χαρτονομίσματα. Αρχίσαμε να περπατάμε με γρήγορο ρυθμό στην σκιά.

Μόλις μπήκαμε είδα στο πίνακα αναχωρήσεων το αεροπλάνο μας. Φεύγει σε πέντε λεπτά. Δεν είχαμε αποσκευές για αυτό περάσαμε γρήγορα στον έλεγχο διαβατηρίων. Δώσαμε όλοι τα πλαστά διαβατήρια μας και περάσαμε. Η φυσούνα που θα μας έβαζε μέσα στο αεροπλάνο ήταν έτοιμη να ξεκολλήσει. Τρέξαμε πιο γρήγορα και μπήκαμε μέσα. Η Τζιάνα πολύ σωστά μας είχε κλείσει ένα τεράστιο διώροφο αεροπλάνο που θα πήγαινε κατευθείαν χωρίς ανταπόκριση για μεγαλύτερη ευκολία.

Καθίσαμε στην πρώτη θέση. Έκατσα δίπλα στον Άλεκ και ο Σαντιάγκο αναγκάστηκε να κάτσει δίπλα στον Αντόνιο. Έγειρα πίσω το κεφάλι μου. Η φωνή της αεροσυνοδού μας ενημέρωσε ότι το αεροπλάνο είναι έτοιμο να αναχωρήσει. Κατά τη διάρκεια απογείωσης συζήτησα χαμηλόφωνα με τον Άλεκ. Μια αεροσυνοδός ήρθε να μας προσφέρει σαμπάνια και φράουλες. Κάτι σε ανθρώπινο αίμα ομάδας Β έχετε; σκέφτηκα από μέσα μου και άφησα ένα χαμόγελο να διαγραφή στα χείλη μου.

Η πτήση ήταν πολύωρη και για του ανθρώπους σίγουρα κουραστική. Aν δεν είχα το βάρος της αποστολής θα την απολάμβανα αλλά αμέσως μόλις το αεροπλάνο προσγειώθηκε πετάχτηκα όρθια. Βγήκαμε γρήγορα έξω. Κάτω από το υπόστεγο που πάρκαραν τα αεροπλάνα μας περίμενε άλλη μια μαύρη λιμουζίνα. Θα πηγαίναμε πρώτα στο σπίτι των Κάλλεν χωρίς βέβαια να μας καταλάβουν να ελέγξω κατά πόσο γνωρίζουν για την εκπαίδευση.

Μέσα στην λιμουζίνα γύρισα το ρολόι μου στην τοπική ώρα. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Το αυτοκίνητο μας πήγε όσο πιο γρήγορα γινόταν σε ένα παλιό εστιατόριο μέσα στο Φόρκς που απείχε πέντε χιλιόμετρα από το σπίτι των Κάλλεν. Μόλις κατεβήκαμε αρχίσαμε να τρέχουμε διακριτικά όταν ήμασταν ακόμα μέσα στην πόλη και γρήγορα μόλις βγήκαμε στο δάσος. Ξαφνικά εκεί που τρέχαμε ο Αντόνιο σταμάτησε. Ήταν έτοιμος να μεταμορφωθεί. Απομακρύνθηκε λίγο από κοντά μας και με ένα βρυχηθμό πήδηξε στον αέρα και μεταμορφώθηκε. Είχε ένα σοκολατί τρίχωμα. Αμέσως μόλις μεταμορφώθηκε τον άρπαξα δυνατά από τα πλευρά εκεί που τα είχε σπάσει. Έβγαλε έναν λυγμό. Ο Άλεκ μάζεψε τα σχισμένα ρούχα του. Χωρίς να το πολυσκεφτώ ανέβηκα με ένα σάλτο στην πλάτη του και τράβηξα δυνατά το τρίχωμα του για να βιαστεί.

Ο Άλεκ με τον Σαντιάγκο ακολούθησαν τρέχοντας. Η μυρωδιά τουλάχιστον του λυκάνθρωπου θα κάλυπτε τα ίχνη μας. Φτάσαμε στο ιδιωτικό δρόμο που οδηγούσε στο σπίτι των Κάλλεν και αμέσως κλότσησα τον Αντόνιο να σταματήσει. Κατέβηκα από την πλάτη του.

«Μείνετε εδώ θα πλησιάσω όσο πιο κοντά γίνετε.»

Άρχισα να περπατάω κρυμμένη στο δάσος τραβώντας μαζί μου τον Αντόνιο για να καλύπτει την μυρωδιά μου. Προσπάθησα να ακούσω τις ομιλίες τους. Από τα παράθυρα είδα τον Ελέαζαρ. Τον ευχαριστούσαν που ήρθε να βοηθήσει και αυτός για να νικήσουν την Βικτώρια. Άκουσα την φωνή του Καρλάιλ να αναφέρει ότι θα τους βοηθήσουν και οι λύκοι. Κάνουνε συμμαχία μαζί τους; Τουλάχιστον θα είναι σίγουρα ασφαλής.

Τέντωσα και άλλο τον λαιμό μου και είδα την Μπέλλα να κάθεται στον καναπέ και να κλαίει. Προφανώς για τον χαμό του Έντουαρντ. Καημένη, σκέφτηκα ειρωνικά. Γύρισα πίσω.

«Είναι όλα εντάξει.» είπα κοιτώντας τον Άλεκ και τον Σαντιάγκο στα μάτια. Το μονο που μένει τώρα είναι να επισκεφτούμε την Βικτώρια και να την εκφοβήσουμε ελαφρώς. Ακόμα και αν επιτεθεί όμως οι Κάλλεν είναι ασφαλείς. Έχουν μαζί την οικογένεια του Ελέαζαρ και θα τους βοηθήσουν και οι λύκοι.

«Γιατί δεν σκοτώνουμε την Βικτώρια;» πρότεινε ο Άλεκ.

«Θα το κάνουμε μόνο αν δεν έχουμε άλλη επιλογή. Δεν θέλω να κινήσουμε υποψίες.» Σταμάτησα να μιλάω και προσπάθησα να πιάσω στο αέρα την μυρωδιά της. Αμέσως έπιασα μια γλυκιά για βρικόλακα μυρωδιά που κατάλαβα ότι μάλλον είναι της Βικτώριας. Των Κάλλεν και της οικογένειας του Ελέαζαρ δεν είναι άρα ποιος άλλος βρικόλακας να ερχόταν εδώ και μάλιστα πρόσφατα;

Ανέβηκα πάλι πάνω στον Αντόνιο και αρχίσαμε να τρέχουμε. Ακολούθησα χωρίς δυσκολία την μυρωδιά και σύντομα φτάσαμε σε ένα ξέφωτο με ένα μικρό σπίτι μέσα. Ήταν ροζ και έμοιαζε περισσότερο με ένα σπίτι ζαχαροπλάστη παρά με ένα σπίτι διαβολικού βρικόλακα που ζητάει εκδίκηση. Κατέβηκα από την πλάτη του Αντόνιο και τον κλότσησα στο πόδι.

«Μείνε εδώ.» τον διέταξα. Άρχισα να κατευθύνομαι προς το σπίτι της Βικτώριας. Οι κάπες μας θρόιζαν στο γρασίδι. Ξαφνικά άκουσα ένα ήχο σε κάποια δέντρα κοντά μας. Γύρισα και κατάφερα να δω στο φως της πανσέληνου, αφού πια είχε βραδιάσει, δυο νεογέννητους βρικόλακες πάνω σε ένα δέντρο. Μια νεαρή κοπέλα με μαύρα μαλλιά και δίπλα της ένα επίσης νεαρό.

Τους αγνόησα. Είναι σίγουρα από το στρατό της Βικτώριας. Συνέχισα να περπατάω προς την πόρτα. Την κλότσησα εύκολα και αμέσως έπεσε κάτω. Ο χώρος που υπήρχε εδώ ήταν κενός. Κάποια έπιπλα ήταν τυλιγμένα με σεντόνια. Παντού υπήρχε σκόνη και ιστοί αράχνης. Η μυρωδιά δυο πια βρικολάκων ερχόταν από το πάνω πάτωμα. Ανέβηκα την ξεχαρβαλωμένη σκάλα. Πίσω μου ακολούθησαν και ο Άλεκ με τον Σαντιάγκο. Μόλις ανέβηκα βρέθηκα σε μια μικρή κρεβατοκάμαρα.

Πάνω στο κρεβάτι ήταν ξαπλωμένοι εντελώς γυμνοί μια βρικόλακας με πορφυρά μαλλιά, η Βικτώρια μάλλον, και ένας ακόμα βρυκόλακας. Φιλιόντουσαν και είδα το χέρι του ενός βρικόλακα να χαϊδεύει απαλά τα μαλλιά της Βικτώριας. Τo χέρι του κύλησε στο λαιμό της και μετά τα χείλη του ακολούθησαν την ίδια διαδρομή μέχρι το ντεκολτέ της. Άρχισε να την φιλάει. Τo ήξεραν ότι ήμασταν εδώ για αυτό η κοκκινομάλλα απομακρύνθηκε φορώντας μια κόκκινη ρόμπα. Το ίδιο έκανε και άλλος.

«Έχετε πρόβλημα;» είπα.

«Τζέιν;» η Βικτώρια έδειξε να με αναγνωρίζει. Όλοι σχεδόν ήξεραν ότι ανήκα στην φρουρά των Βολτούρι.

«Τι θέλουν οι Βολτούρι;» είπε ο άντρας

«Πως σε λένε;» ρώτησα με τόνο που έδειχνε ότι και να αρνηθεί πάλι θα μάθαινα το όνομα του.

«Ράιλι.» είπε κοιτώντας την Βικτώρια με ένα βλέμμα όλο νόημα. Κατάλαβα ότι έλεγε την αλήθεια.

«Ισχύει ότι έχεις φτιάξει ένα στρατό και θέλεις να επιτεθείς στους Κάλλεν;

«Ναι αλλά αυτό δεν αφορά τους Βολτούρι εφόσον δεν παραβιάζουμε κάποιο νόμο.»

«Ίσως εσείς όχι αλλά οι νεογέννητοι σου ναι. Σκοτώνουν φανερά. Είναι κιόλας απέξω δυο.» Με κοίταξε με απορία που έδειχνε ότι δεν το ήξερε. Ο Ράιλι κοίταξε από το παράθυρο. Είδε μόνο τον έναν.

«Ο Ντιέγκο;»

Τον διέκοψα επιδεικτικά.

«Κανονικά θα έπρεπε να σας τιμωρήσουμε αλλά το πρόβλημα είναι άλλο. Ο Άρο θέλει όλους τους Κάλλεν ζωντανούς οπότε δεν πρόκειται να επιτεθείτε.»

«Μα-» πήγε να πει η Βικτώρια αλλά αμέσως την κοίταξα με ένα βλέμμα και άρχισα να χρησιμοποιώ το χάρισμα μου. Μόλις εντόπισα τα μάτια της ένιωσα εκείνη την σύνδεση και το ρίγος που νιώθω όταν το χρησιμοποιώ.

Την είδα να σφαδάζει από τον πόνο. Ο Ράιλι έκανε μια κίνηση προς τα εμένα αλλά η Βικτώρια έβγαλε μια τόσο δυνατή κραυγή πόνου που σταμάτησε. Κοίταξα αλλού σταματώντας να την πονώ.

«Δεν θα επιτεθείτε.» είπα εμφανώς νευριασμένη. Αν έστω υποψιαστούμε κάτι θα είστε νεκροί.»

Γύρισα αμέσως και ο μανδύας μου θρόισε σκουπίζοντας το πάτωμα. Σηκώθηκε ένα σύννεφο σκόνης. Κατεβήκαμε την σκάλα και βγήκα έξω. Πήγαμε αμέσως στον Αντόνιο ελέγχοντας τα δέντρα για του δυο μας φίλους. Ήταν άφαντοι.

«Θα επιτεθεί.» είπε αμέσως ο Άλεκ.

«Το ξέρω.» επιβεβαίωσα τα λεγόμενα του. «Αλλά-»

Ο Σαντιάγκο με συμπλήρωσε

«Οι Κάλλεν θα κερδίσουν. Έχουν πολύ περισσότερη δύναμη από αυτήν. Η Μπέλλα και όλοι θα είναι ασφαλής.»

Ανέβηκα πάλι πάνω στον Αντόνιο και γύρισα να φύγουμε.