BLOGGER TEMPLATES - TWITTER BACKGROUNDS »

Κυριακή 8 Αυγούστου 2010

Palazzo Dei Priori




                                                   11o Κεφάλαιο
                                              Kυνήγι Λυκανθρώπων
  
Janes POV
Περάσαμε την υπόλοιπη ώρα τρώγοντας τέσσερις πεζοπόρους που βρήκαμε στο δάσος. Με το πρώτο φως της μέρας που βγήκε ανάμεσα από τα φύλλα ο Αντόνιο έγινε και πάλι άνθρωπος. Φόρεσε ένα πουκάμισο και ένα τζιν που είχε προνοήσει να δέσει στο πόδι του με ένα λουρί. Ο ήλιος έκανε το δέρμα που φαινόταν μέσα από το μανδύα μου να λαμπυρίζει.

Παρότι έβρεχε δυνατά η μέρα ήταν ηλιόλουστη. Αρχίσαμε να τρέχουμε μέσα στην βροχή στο εστιατόριο που μας είχε αφήσει η λιμουζίνα χθες το βράδυ. Μας περίμενε εκεί ήδη ένα μαύρο τζιπ καγιέν. Από τα αγαπημένα μου αυτοκίνητα. Μπήκαμε μέσα και το χέρι μου άρχισε να χαϊδεύει ασυναίσθητα τα δερμάτινα καθίσματα. Η αποστολή είχε πάει τέλεια. Ακόμα και αν η Βικτώρια επιτεθεί σε τρεις μέρες θα χάσει.

Τo τζιπ μας πήγε στο αεροδρόμιο. Περάσαμε γρήγορα τον έλεγχο και μπήκαμε στο αεροπλάνο. Ήμουν αρκετά χορτασμένη από τους πεζοπόρους που πιάσαμε αλλά ένας νεαρός είχε τόσο γλυκιά μυρωδιά που με το ζόρι συγκρατήθηκα. Μετά από ώρες ταξιδιού τι οποίες πέρασα είτε προσποιημένη ότι κοιμάμαι είτε καθισμένη στο εστιατόριο μιλώντας για την επιτυχία της αποστολής και κάνοντας πως τρώω. Όταν επιτέλους φτάσαμε στην Βολτέρα κατέβηκα από το αυτοκίνητο που είχε έρθει να μας παραλάβει και πήδηξα μέσα στην είσοδο που έμοιαζε με υπόνομο.

Ο Άλεκ με τον Σαντιάγκο έστριψαν προς το δωμάτιο του Αντόνιο και του Κόλιν-οι μονοι δυο λυκάνθρωποι που έχουμε- αλλά εγώ κατευθύνθηκα προς τον Άρο. Η Τζιάνα μόλις με είδε με ρώτησε ευγενικά πως πήγε η αποστολή αλλά με το βλέμμα μου της κατέστησα φανερό να κοιτάει την δουλειά της. Ο Άρο έπρεπε κάποια στιγμή να αποφασίσει τι θα γίνει με αυτήν.

Κατευθύνθηκα προς την κεντρική αίθουσα αλλά αυτή την φορά μπήκα διακριτικά από μια μικρότερη πόρτα και όχι από την κεντρική. Η αίθουσα ήταν άδεια. Πάλι μόνο ο Άρο βρισκόταν μέσα. Ο Κάιος επειδή κάποτε παραλίγο να σκοτωθεί από ένα παιδί της πανσέληνου δεν έχει εμφανιστεί καθόλου από όταν τους πήραμε. Μόλις μπήκα ο Άρο χαμογέλασε. Είχαμε έρθει πολύ νωρίτερα από ότι υπολόγιζε. Δεν ήταν καν με την αλλαγή ώρας απόγευμα.

«Τζέιν υπέροχα όπως πάντα.» Χαμογέλασα.

«Λοιπόν τι συμβαίνει;» δεν με άγγιξε. Προφανώς δεν ήθελε να τα μάθει όλα από την σκέψη μου. Το μόνο που ήθελε ήταν να ξέρει αν όλα είναι καλά.

«Η Μπέλλα είναι ασφαλής όπως και το σχέδιο σου.»

«Δεν χρειάστηκε να την σκοτώσετε;»

«Όχι πήγαμε πρώτα από το σπίτι των Κάλλεν. Είναι τέλεια προετοιμασμένοι και μετά την εκφοβίσαμε αρκετά. Δεν θα επιτεθεί αλλά ακόμα και αν το κάνει δεν έχει ελπίδα.»

«Υπέροχα Τζέιν.»

«Λοιπόν με χρίαζεσαι κάτι άλλο;»

«Βασικά ναι, έχω να σου αναθέσω κάτι ακόμα. Θα έστελνα κάποιον άλλο αλλά εσύ μπορείς να το κάνεις πιο γρήγορα και καλύτερα. Και μιας και γυρίσατε κιόλας.Λοιπόν θέλω να πας στην Αυστραλία και μέχρι μεθαύριο το μεσημέρι να έχεις φέρει άλλο ένα παιδί της πανσέληνου. Ανακαλύψαμε έναν καταυλισμό σε ένα χωριό λίγο έξω από το Σύδνεϋ. Είναι πανεύκολο για σένα.»

«Δεν είναι αρκετοί αυτοί;»

«Τζέιν ξέρεις καλύτερα από μένα ότι σε δυο βδομάδες θα κάνουμε αν όλα πάνε καλά την μεγάλη κίνηση και το σχέδιο μου θα κλείσει. Ριψοκινδύνεψα αρκετά αλλά επιτέλους θα πετύχουμε.

«Εντάξει λοιπόν αλλά θα πάω μόνη μου.»

«Δε θα έρθει μαζί σου και ο Κόλιν;»

«Όχι έτσι και αλλιώς αν η Άλις δεν βλέπει τίποτα μπορεί να υποψιαστεί κάτι. Θα θεωρήσει την Αυστραλία άσχετο γεγονός. Εξάλλου μόλις αναμειχθώ με τους λυκάνθρωπους δεν θα καταλάβει τίποτα.»

«Ωραία λοιπόν έτσι θα είσαι και πιο σύντομη.»

«Αύριο το βραδυ θα είμαι εδώ.» είπα χαμογελώντας.

«Εξαιρετικά Τζέιν.

Βγήκα από την αίθουσα και πήγα στο γραφείο της Τζιάνα.

«Κλείσε μου ένα εισιτήριο για Σύδνεϋ θα φύγω αμέσως. Και επιστροφή κανόνισε εσύ. Αύριο θέλω το βράδυ να είμαι εδώ.

«Θα φύγεις πάλι;»

Την αγνόησα και πήγα στο ένα από τα δωμάτια μου. Έβγαλα προσεχτικά τα ρούχα μου και γέμισα την μεγάλη μαρμάρινη μπανιέρα με νερό. Ένα κακό των βρικολάκων είναι ότι χρειάζεται να πλυθούν. Έβαλα στο νερό αρωματικά έλαια αν και δεν θα κάλυπταν την απαίσια μυρωδιά του Αντόνιο. Μόλις ντύθηκα πήρα το εισιτήριο από την Τζιάνα και βγήκα έξω. Η λιμουζίνα που μας είχε φέρει ήταν ακόμα εδώ.

Προφανώς ο Άρο τον είχε ειδοποιήσει. Μπήκα μέσα και με πήγε ξανά το τελευταίο σαρανταοκτάωρο στο αεροδρόμιο. Αν ήμουν άνθρωπος σκέφτηκα γελώντας θα είχα πάθει τζετ λακ και θα κοιμόμουν μέρες. Μπήκα ξανά μέσα στο αεροδρόμιο. Ο ελεγκτής ήταν ο ίδιος που μας έλεγξε και πριν και μόλις με ξαναείδε παραξενεύτηκε.

«Κάνετε πολλά ταξίδια. Με έλεγξε και του έγνεψα καταφατικά. Το ταξίδι ήταν περισσότερες ώρες άρα θα ήταν αναγκαστικά με ανταπόκριση. Μόλις φτάσαμε στο Ντουμπάι κατέβηκα από το αεροπλάνο και έκανα πως χαζεύω στα αφορολόγητα μαγαζιά για να περάσει η ώρα. Μόλις ήρθε το επόμενο αεροπλάνο επιβιβάστηκα αμέσως. Κάθισα στα δερμάτινα καθίσματα της πρώτης θέσης και ήρθε μια ευγενική αεροσυνοδός που επέμενε να πιω σαμπάνια. Στο τέλος αναγκάστηκα να κατεβάσω μια γουλιά για να φύγει. Την περισσότερη ώρα της πτήσης παρίστανα την κοιμισμένη.

Σιγά- σιγά μετά από ώρες ταξίδι διέκρινα τους ουρανοξύστες του Σύδνεϋ. Φωτίζονταν από τον ήλιο που μόλις ανέτειλε. Κατέβηκα βιάστηκα από το αεροπλάνο . Μια λαμποργκίνι με περίμενε. Μπήκα μέσα και χαιρέτησα με ένα νεύμα τον σοφέρ. Ωραία την άλλη φορά ο Άρο να φέρει διαστημόπλοιο να με πάρει. Λιγότερο θα στοιχίσει. Η λαμποργκίνι άρχισε να τρέχει μανιασμένα στους δρόμους του Σύδνεϋ. Από μακριά φαινόταν το εντυπωσιακό κτήριο της όπερας. Σύντομα βγήκαμε από την πόλη με τόση ταχύτητα που παραλίγο να πατήσουμε δυο τουρίστες κοντά στην Harbour bridge.

Όταν βγήκαμε έξω από την πόλη άρχισε να οδηγά πιο γρήγορα. Σύντομα βρέθηκα σε μια περιοχή που το μόνο που έβλεπες ήταν χωράφια με στάχυα και κάποια άγρια άλογα. Περάσαμε τρία χωριά μέχρι να φτάσουμε σε αυτό που έμενε η φυλή. Η μυρωδιά λυκανθρώπων μου χτύπησε αμέσως την μύτη μόλις βγήκα σε μια πλατεία του μικρού οικισμού. Τα σπίτια που περισσότερο με παράγκες θα τα έλεγες ήταν πυκνό χτισμένα. Άρχισα να περπατώ στα δρομάκια ακολουθώντας την μυρωδιά. Έφτασα σε ένα μικρό άλσος που υπήρχαν μέσα διάσπαρτα τα σπίτια. Μπήκα σε μια αυλή και έσκυψα κάτω από κάτι σχοινιά που στέγνωνε μια μπουγάδα.

Αμέσως αναγνώρισα έναν νεαρό που ήταν σίγουρα λυκάνθρωπος. Η μυρωδιά που ανέδιδε ήταν εμφανής. Κοίταξα γύρω. Ήταν μόνος στην αυλή του σπιτιού και μάζευε βατόμουρα. Όλοι οι δρόμοι ήταν κενοί. Πήδηξα στην πλάτη του και αμέσως κατάλαβε τι είμαι. Έμπηξα τα δάχτυλα μου στα πλευρά του. Με πέταξε περίπου δέκα μέτρα μακριά ακόμα και αφού ήταν στην ανθρώπινη μορφή του. Πήδηξα και με το χέρι μου έσπασα το πόδι του. Έβγαλε μια κραυγή και έπεσε κάτω. Τον έπιασα με ένα κεφαλοκλείδωμα.

«Από αυτή την στιγμή και μετά είσαι υπό την κατοχή των Βολτούρι.»

Προσπάθησε να ξεφύγει αλλά αμέσως χρησιμοποίησα το χάρισμα μου. Σε λίγο σφάδαζε στο χώμα από τον πόνο. Έστριψα και βγήκα από την αυλή. Με ακολούθησε σιωπηλά. Η λαμποργκίνι που με είχε αφήσει στην πλατεία ήταν ακόμα εκεί. Μπήκαμε μέσα και αρχίσαμε πάλι να κατευθυνόμαστε προς το αεροδρόμιο. Τέλεια. Η δεύτερη αποστολή που πραγματοποιώ άριστα το τελευταίο διήμερο. Σύντομα φτάσαμε στο αεροδρόμιο. Πήγα στο κισσέ των εισιτηρίων. Η υπάλληλος μου είπε ότι δεν έχουν καθόλου εισιτήρια. Ήθελα ένα και για τον λυκάνθρωπο που είχα πιάσει. Της έδωσα χρήματα και αμέσως με προμήθευσε με ένα εισιτήριο. Χαμογέλασα πήρα το εισιτήριο και έφυγα.

«Πως σε λένε;» ψιθύρισα στον λυκάνθρωπο.

«Φίλιπ.» είπε λίγο απρόθυμα. Μπήκαμε μέσα στο αεροπλάνο και αμέσως σχεδόν απογειώθηκε.



***



Όταν επιτέλους το αυτοκίνητο που μας έφερε μέσα στην Βολτέρα σταμάτησε κατέβηκα και πήδηξα γρήγορα μέσα στο άνοιγμα. Από πίσω μου ακολούθησε διστακτικά και ο Φίλιπ. Είχε πια σχεδόν βραδιάσει. Μόλις φτάσαμε στην Τζιάνα την ενημέρωσα και αμέσως τον οδήγησε σε ένα δωμάτιο. Εγώ πήγα γραμμή στον Άρο, που όπως μου είπε η Τζιάνα ήταν στην αίθουσα συσκέψεων. Τουλάχιστον αυτό πίστευε η Τζιάνα. Εκεί συνήθως τρώγαμε άρα είχε έρθει κάποιος με φαγητό πριν λίγο. Μπήκα μέσα στην αίθουσα. Ο Άρο στεκόταν πάνω από το πτώμα δυο αντρών και μιας έφηβης. Κρατούσαν ακόμα τις φωτογραφικές μηχανές. Τουρίστες σκέφτηκα.

«Έχει τίποτα για μένα; Σου έφερα ένα αρκετά δυνατό λυκάνθρωπο.» Ήρθε αμέσως και μου έπιασε το χέρι.

«Εξαιρετικά Τζέιν ήσουν καλύτερη από ποτέ και ναι σου έχουμε φυλάξει ένα πλουσιοπάροχο γεύμα. Μύριζαν τόσο γλυκά που με το ζόρι κρατήθηκα. Αλλά καθώς πηγαίνεις στο δωμάτιο σου θέλω να μου τον φωνάξεις κιόλας.» Κατάλαβα αμέσως ποιον έλεγε.

«Δεν θέλω να πάει η Τζιάνα ξέρεις γιατί.»

«Εννοείτε. Βγήκα από την αίθουσα και άρχισα να κατευθύνομαι στο δωμάτιο του. Η μυρωδιά του που ήταν εξαιρετικά ωραία για βρικόλακας έφτασε στην μύτη μου. Αν και πια είχε αλλάξει πολύ. Στο μυαλό μου ήρθε η Μπέλλα που έκλαιγε.

Μπήκα μέσα χωρίς να χτυπήσω. Καθόταν σε μια πολυθρόνα και διάβαζε.

«Ο Άρο σε ζήτησε.»

Με κοίταξε στα μάτια. Τα υπέροχα κατακόκκινα μάτια του ταίριαζαν τέλεια με τα μαλλιά του. Αναδείκνυε ακόμα περισσότερο την ομορφιά του. Αντιστάθηκε όμως στον Άρο όποτε δεν με ενδιαφέρει καθόλου για αυτόν.


Σηκώθηκε και με προσπέρασε.